Quantcast
Channel: Βιογραφίες – ΑΡΓΟΛΙΚΗ ΑΡΧΕΙΑΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ
Viewing all 180 articles
Browse latest View live

Γιάννουζας Γιάννος (1790-1821)

$
0
0

Γιάννουζας Γιάννος (1790-1821)


 

Ιωάννης – Γιάννος Γιάννουζας γεννήθηκε στις Σπέτσες το 1790 και είναι το πρώτο από τα τρία παιδιά του πλοιάρχου Δημητρίου Γιάννουζα και της θρυλικής Λασκαρίνας, της μετέπειτα Μπουμπουλίνας.  Ο πατέρας του χάθηκε πολεμώντας κατά των Αλγερίνων πειρατών (1797) και η Μπουμπουλίνα ξαναπαντρεύτηκε το 1801 τον επίσης σπετσιώτη αλλά και πολύ πλούσιο καραβοκύρη Δημ. Μπούμπουλη. Μα και η δική του τύχη δεν ήταν καλύτερη, γιατί κι αυτός σκοτώθηκε πολεμώντας κατά των Αλγερίνων πειρατών το 1811.

Λασκαρίνα Μπουμπουλίνα. Εθνικό Ιστορικό Μουσείο, Αθήνα.

Ο Γιάννος Γιάννουζας από μικρός ακολούθησε το ναυτικό επάγγελμα και από την αρχή της Επανάστασης τάχτηκε στο πλευρό της μητέρας του Λασκαρίνας. Ο γιος βοηθούσε υπέρμετρα τη μητέρα του στη μεγαλουργό δράση της. Για αρκετό χρονικό διάστημα πολιορκούσε το Ναύπλιο μαζί της, επιβαίνοντας στο ιδιόκτητο καράβι της «Αγαμέμνων».

Όταν πληροφορήθηκε ότι ο Κεχαγιάμπεης με ισχυρό στρατό κατευθύνεται στο Άργος, αφού ήρθε σε συνεννόηση με τους πολιορκητές του Ναυπλίου, Δημήτριο Τσώκρη και τον Κρανιδιώτη Παπαρσένη Κρέστα, στρατοπέδευσε με ένα ολιγομελές σώμα Αργείων και Σπετσιωτών  στα πρόχειρα ταμπούρια που έφτιαξε κοντά στο χείμαρρο Χάραδρο ή Ξεριά, λίγα λεπτά έξω από το Άργος. Τα παλικάρια του Γιάννουζα ήσαν λίγα και απειροπόλεμα, ενώ οι επερχόμενοι κατά του Άργους τουρκαλβανοί του Κεχαγιάμπεη ήταν εμπειροπόλεμοι και τρεισήμισι χιλιάδες περίπου. Παρόλες, όμως, τις λυσσαλέες τους επιθέσεις για να καταλάβουν τα πρόχειρα ταμπούρια του Γιάννουζα, δεν κατόρθωσαν να τα χαλάσουν. Οι απώλειές τους ήταν μεγάλες. Παρόλα αυτά, ένα τμήμα του εχθρού με επικεφαλής τον περιβόητο για την παλικαριά του Βελήμπεη κατόρθωσε να πλησιάσει πολύ κοντά στα ταμπούρια του. Στο αντίκρισμα του Βελήμπεη, ο γιος της Μπουμπουλίνας πετιέται από το χαράκωμά του, του επιτίθεται, τον πληγώνει, τον ρίχνει κάτω από το άλογό του και αρπάζοντάς τον από τα  μαλλιά ετοιμάζεται να του κόψει το κεφάλι, όταν ένα βόλι τουρκαλβανίτικο τον πληγώνει θανάσιμα. Ο θάνατός του εξαγριώνει τους λίγους συντρόφους του και τους κάνει, αψηφώντας το θάνατο, να πεταχτούν όλοι έξω από τα ταμπούρια τους και να επιτεθούν με λύσσα στους Τουρκαλβανούς για να εκδικηθούν το θάνατο του αρχηγού τους. Μα είναι τόσο λίγοι και οι άλλοι τόσοι πολλοί, που σε λίγο το έδαφος στρώνεται από τα κορμιά τους.

Έτσι στον Ξεριά, με το γιο της Μπουμπουλίνας, τον Γιάννο Γιάννουζα, και τα παλικάρια του, γράφτηκε μία από τις πιο λαμπρές σελίδες της ιστορίας του Εικοσιένα, που μοιάζει μ’  εκείνη του Λεωνίδα με τους τριακόσιους στις Θερμοπύλες.

 

Πηγή


  • Ηλίας Ν. Γαλέττας – Μαρίκα Β. Μπουζουμπάρδη, «Σπέτσες, Ιστορία Λαογραφία», τόμος Ά, έκδοση, Ένωση Σπετσιωτών, 2004.

 


Στο:Πρὀσωπα, Πρόσωπα & γεγονότα του΄21 Tagged: 1821, Argolikos Arghival Library History and Culture, Άργος, Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας & Πολιτισμού, Βιογραφίες, Γιάννουζας Γιάννος, Επανάσταση 21, Ιστορία, Μπουμπουλίνα Λασκαρίνα

Οικογένεια Διομήδη-Κυριακού και τα μέλη της που έλαβαν μέρος στην Ελληνική Επανάσταση του 1821

$
0
0

Οικογένεια Διομήδη-Κυριακού και τα μέλη της που έλαβαν μέρος στην Ελληνική Επανάσταση του 1821


 

Διομήδης – Κυριακός ή Κυριακού

Επώνυμο αρχοντικής οικογένειας των Σπετσών, που περιλαμβάνεται μεταξύ εκείνων που ήλθαν στην Ελλάδα και εγκαταστάθηκαν στο νησί από τη Βόρειο Ήπειρο, κατά το 16ο και 17ο αιώνα, εξαιτίας των Μουσουλμανικών διώξεων.

Από την αρχή της Ελληνικής Επανάστασης πρόσφεραν σημαντικές υπηρεσίες στο αγωνιζόμενο γένος και όλα τα μέλη της οικογένειας διακρίθηκαν κατά την περίοδο του αγώνα προσφέροντας την περιουσία και τα καράβια τους. Στο αρχικό επώνυμο της οικογένειας Κυριακός ή Κυριακού αργότερα, κατά την περίοδο της Επανάστασης, προστέθηκε, κατά τη συνήθεια της εποχής εκείνης, και το όνομα του ομηρικού ήρωα Διομήδη από θαυμασμό προς την αρχαία Ελλάδα και τη μεγάλη επιθυμία για την αναβίωση των κλασικών σπουδών.

Από τα κυριότερα μέλη της οικογένειας Διομήδη – Κυριακού είναι:

Αναστάσιος Κυριακός (1758-1831)

Γεννήθηκε στις Σπέτσες το 1758 και πέθανε το 1831. Χρημάτισε από τους πρώτους πρόκριτους του νησιού. Από πολύ νέος επιδόθηκε στη ναυτιλία και με το χρόνο απέκτησε ιστιοφόρα πλοία με τα οποία, ως καραβοκύρης, άσκησε ναυτικό εμπόριο στη Μεσόγειο. Όταν ήρθε η ώρα του μεγάλου ξεσηκωμού αρμάτωσε και προσέφερε για τον αγώνα το καράβι του «Πελεκάνος» γιατί ο ίδιος ήταν γέρος πια και δεν μπορούσε να μπαρκάρει. Μ’ αυτό το πλοίο είχε μεταφέρει από το Τριέστι στην Ελλάδα τον Ρήγα Βελεστινλή.

Παντρεύτηκε την Ελένη, ένα από τα κορίτσια του Νικολάου – Μπότσαρη, και απέκτησε μαζί της επτά παιδιά: τρία αγόρια, τον Γιάννη, τον Νικολό και τον Γκίκα και τέσσερα κορίτσια, τη Χρυσούλα, την Κατερίνα, τη Βγενή και τη Μάρω. Η Μάρω παντρεύτηκε τον Γιάννη Μπούκουρη και είχε κόρη της την Ελένη, σύζυγο του Ιταλού ζωγράφου Αλταμούρα και
μητέρα του μεγάλου Σπετσιώτη θαλασσογράφου, Γιάννη Αλταμούρα.

Ιωάννης Διομήδης – Κυριακός (1790-1825)

Ιωάννης Διομήδης – Κυριακός (1790-1825). Με τον «Αχιλλέα» του έλαβε μέρος σε όλες τις ναυμαχίες του ελληνικού στόλου επικεφαλής σπετσιώτικης μοίρας. Εθνικό Ιστορικό Μουσείο

Γεννήθηκε στις Σπέτσες το 1790 και ήταν ο πρωτότοκος γιος του Αναστασίου Κυριακού. Από μικρός ασχολήθηκε με τη θάλασσα και έγινε ένας από τους μεγάλους καραβοκύρηδες. Κατηχήθηκε από τους πρώτους στη Φιλική Εταιρία και όταν ξέσπασε η Επανάσταση μπήκε με ενθουσιασμό στον αγώνα. Αντιναύαρχος των Σπετσών, σ’ όλη την περίοδο του υπέρ της ανεξαρτησίας αγώνα, εξόπλισε τέλεια, με δικά του χρήματα, το ιδιόκτητο πλοίο του «Αχιλλεύς» που χρησιμοποιούσε, σαν Ναυαρχίδα και έλαβε μέρος σ’ όλες τις εκστρατείες του ελληνικού στόλου, επικεφαλής της σπετσιώτικης μοίρας, αγωνιζόμενος πάντοτε με αυτοθυσία και θάρρος στην πρώτη γραμμή, μαζί με τους άλλους Σπετσιώτες πλοιάρχους.

Διακρινόταν για τη σύνεσή του, γι’ αυτό και όλοι όσοι έπαιρναν μέρος μαζί του στα πολεμικά συμβούλια του στόλου, πρόσεχαν τη γνώμη του και σχεδόν πάντοτε την ακολουθούσαν. Ανέπτυξε μεγάλη δραστηριότητα στο Αιγαίο και συντέλεσε προ πάντων, μαζί με άλλους Σπετσιώτες, στο να ξεσηκώσει την Επανάσταση στην Τήνο, στη Χίο, στη Λέσβο και τη Θεσσαλία. Κατά τη μακρόχρονη παραμονή του στο Βόλο και βρισκόμενος πάντα σε επαφή με τους οπλαρχηγούς Περραιβό, Γαζή, Κωνσταντά και Μπασδέκη, ξεσήκωσε τους θεσσαλούς και αφού έβγαλε από το καράβι του τα πυροβόλα του στην ξηρά, πολιόρκησε με αυτά το τουρκικό φρούριο.

Στην αρχή ακόμη της Επανάστασης κοντά στη Σάμο, μαζί με άλλους Σπετσιώτες, επιτέθηκε ενα­ντίον εννέα τουρκικών πλοίων και τα στρίμωξε κατά τέτοιο τρόπο, με την τόλμη και το πυροβολικό του, ώστε ανάγκασε τους Τούρκους να εγκαταλείψουν τα πλοία τους και να αποβιβαστούν στη στεριά. Τον ίδιο χρόνο έλαβε μέρος και σ’ όλες τις επιχειρήσεις του ελληνικού στόλου στον Κορινθιακό κόλπο και στην Πρέβεζα. Κατά το δεύτερο και τρίτο έτος, της Επανάστασης, αγωνίζεται στα Ψαρά, τη Χίο, τη Δυτική Ελλάδα και αλλού. Όλη του η ανδρεία εκδη­λώθηκε το 1824, στις εκστρατείες κατά της Σάμου, όταν ο ελληνικός στόλος πέτυχε εξαιρετικές νίκες εναντίον του ενωμένου τουρκοαιγυπτιακού στόλου καθώς και στη ναυμαχία του Γέροντα, στις 29 Αυγούστου 1824. Στις ναυμαχίες αυτές ο Ιωάννης Διομήδης-Κυριακός συνόδευσε με το καράβι του και υποστήριξε τον Κανάρη όταν έκαψε την τουρκική ναυαρχίδα, και τον Βατικιώτη όταν πυρπόλησε αιγυ­πτιακό βρίκι. Ο ναύαρχος των Σπετσών Γ. Ανδρούτσος στην έκθεσή του με ημερομηνία 26 Αυγούστου 1824 προς τους προκρίτους του νησιού αναφέρει ότι: «εγώ δε επαινώ όλους μεν… όσοι έκαμαν το χρέος των, εξαιρέτως δε επαινώ τον γενναιότατον υποναύαρχον Ιωάννην Αναστασίου Κυριακού».

Η δράση του γενναίου Σπετσιώτη συνεχίστηκε και το 1825, ιδίως στη ναυμαχία του Καφηρέα στις 20 Μαΐου, που έγινε εκεί με συμβουλή του για να κατανικηθεί ο πολύ μεγαλύτερος αλλά δυσκίνητος εχθρικός στόλος, στον οποίο προξένησε μεγάλες καταστροφές. Τον Ιωάννη Διομήδη – Κυριακό, όμως, δεν άφησε ασυγκίνητο και τα δράμα των πολιορκημένων κατοίκων του Μεσολογγίου. Αυθόρμητα παρουσιάστηκε στις αρχές και ζήτησε να πάει στο Μεσολόγγι για να εφοδιάσει τους πολιορκημένους με τρόφιμα και πολεμοφόδια. Και πραγματικά κατόρθωσε, στις 23 Ιουλίου 1825, να ξεφορτώσει στο λιμάνι της πόλης άφθονα τρόφιμα και πολεμικό υλικό, παρόλο που ο εχθρός αδιάκοπα έβαλε εναντίον του. Εκεί, αρρώστησε από θέρμες και εξαιτίας της μεγάλης κόπωσής του από την επικίνδυνη ναυτική επιχείρηση, αναγκάστηκε να γυρίσει στις Σπέ­τσες, όπου και πέθανε στις 17 Σεπτεμβρίου 1825. Τάφηκε στο κοιμητήριο της Αγίας Άννας, όπου βρίσκεται ο τάφος της οικογένειας.

Νικόλαος Διομήδης – Κυριακός

Γεννήθηκε στις Σπέτσες το 1792 και είναι ο δεύτερος γιος του Αναστασίου Κυριακού. Από πολύ νέος ασχολήθηκε με το ναυτικό επάγγελμα και με τα ταξίδια που έκανε απέκτησε περιουσία και έγινε και αυτός καραβοκύρης. Πήρε γυναίκα του την κόρη του Ιωάννη Ορλάνδου.

Όταν ξέσπασε η Επανάσταση έτρεξε και αυτός όπως και τα άλλα μέλη της οικογένειάς του να πάρει μέρος στον αγώνα και διέθεσε το ιδιόκτητο καράβι του «Κλειώ» αφού προηγουμένως με δικά του χρήματα το εξόπλισε για το σκοπό αυτό. Έλαβε μέρος, μαζί με τον αδελφό του Γιάννη Διομήδη- Κυριακό, σ’ όλες τις εκστρατείες του ελληνικού στόλου στο Αιγαίο, στον Κορινθιακό Κόλπο και τη Δυτική Ελλάδα. Μαζί του πάντοτε είχε και τον αδελφό του Γκίκα, που ήταν ο τρίτος γιος του Αναστάση Κυριακού και παππούς του Αλεξάνδρου Διομήδη, μεγάλου οικονομολόγου, Ακαδημαϊκού και Πρωθυπουργού της Ελλάδος. Μετά τη λήξη του αγώνα, έζησε για πολλά χρόνια στις Σπέτσες, όπου και πέθανε.

Αναγνώστης Διομήδης – Κυριακός

Γεννήθηκε στις Σπέτσες και ήταν εξάδελφος με τους Ιωάννη, Νικόλαο και Γκίκα Διομήδη-Κυριακό. Υπήρξε από τους τολμηρότερους πλοιάρχους κατά την περίοδο του αγώνα. Από την πρώτη στιγμή που ξέσπασε η Επανάσταση εξόπλισε το ιδιόκτητο καράβι του «Τιμολέων» και έλαβε μέρος κατά τον πρώτο χρόνο του αγώνα στον αποκλεισμό της Μονεμβασίας και κατά τα επόμενα χρόνια στις ναυμαχίες των Ψαρών, της Σάμου, του Κορινθιακού κόλπου και της Πρέβεζας. Στη ναυμαχία της Σάμου διέπρεψε κατά του αιγυπτιακού στάλου, όπως αναφέρει στην έκθεσή του προς τους προκρίτους του νησιού, ο ναύαρχος των Σπετσών Γ. Ανδρούτσος.

Κατά τη ναυμαχία του Καφηρέα, στις 20 Μαΐου 1825, συνέλαβε με τον Αθανάσιο Πάνου πέντε κατάφορτα εχθρικά πλοία και τα μετέφερε στις Σπέτσες. Όταν το 1825 χρειάστηκε να αποσταλούν στην πολιορκημένη πόλη του Μεσολογγίου πολεμοφόδια και ο ναύαρχος των Σπετσών Γ. Ανδρούτσος κάλεσε τους πλοιάρχους σε συμβούλιο για να τους ρωτήσει ποιος ήθελε να παραλάβει τις σφαίρες, και να τις παραδώσει στους πολιορκημένους, ο Αναγνώστης Διομήδης – Κυριακός προσφέρθηκε να εκτελέσει αυτός την επικίνδυνη αποστολή. Και κατόρθωσε, πραγματικά, με την τόλμη και την επιδεξιότητά του, να παραδώσει τα πολεμοφόδια στον τόπο του προορισμού τους και να ενισχύσει με τον τρόπο αυτό και να ενθαρρύνει τους ήρωες του Μεσολογγίου. Κατά το έτος 1826 έλαβε μέρος στην προ της Μυτιλήνης ναυμαχία και το 1827 στην εκστρατεία του ελληνικού στόλου κατά της Αλεξάνδρειας με αρχηγό τον Κόχραν.

Ο χρόνος του θανάτου του δεν είναι γνωστός. Έζησε όμως αρκετά χρόνια μετά τη λήξη του αγώνα στις Σπέτσες και οι συμπολίτες του τον τιμούσαν όχι μόνο ως έναν από τους γενναιότερους πλοιάρχους αλλά και ως άνδρα ενάρετο, παράδειγμα δίκαιου και χρηστού πολίτη.

Πηγή


  • Ηλίας Ν. Γαλέττας – Μαρίκα Β. Μπουζουμπάρδη, «Σπέτσες, Ιστορία Λαογραφία», τόμος Ά, έκδοση, Ένωση Σπετσιωτών, 2004.

Στο:Πρὀσωπα, Πρόσωπα & γεγονότα του΄21 Tagged: 1821, Argolikos Arghival Library History and Culture, Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας & Πολιτισμού, Αναστάσιος Κυριακός, Αναγνώστης Διομήδης - Κυριακός, Βιογραφίες, Διομήδης - Κυριακός ή Κυριακού, Επανάσταση 21, Ιστορία, Ιωάννης Διομήδης – Κυριακός, Ναυμάχοι, Νικόλαος Διομήδης - Κυριακός, Σπέτσες

Θερμησιώτης Ηλίας (1788-1870)

$
0
0

Θερμησιώτης Ηλίας (1788-1870) – Πλοιοκτήτης, Φιλικός, Ναυτικός της Επανάστασης και αξιωματικός του Ναυτικού της οθωνικής περιόδου.


 

Θερμησιώτης Ηλίας (1788-1870), ελαιογραφία, Εθνικό Ιστορικό Μουσείο.

Ο Ηλίας Θερμησιώτης γεννήθηκε στις Σπέτσες το 1788 από γονείς μέτοικους από τη Θερμησία της Ερμιονίδας, εξού και το επίθετο Θερμη­σιώτης. Το προεπιθετικό του είναι άγνωστο. Ο Ηλίας, γνώστης της ναυτικής τέχνης από μικρός, έμαθε γράμματα, ασχολήθηκε με το εμπόριο και πολύ νέος έγινε πλοίαρχος. Σύντομα απέκτησε ιδιόκτητο πλοίο, το βρίκι «Αχιλλεύς», που λίγο αργότερα το μετέτρεψε σε πολεμικό για τις ανάγκες της Επανάστασης και το κυβερνούσε ο ίδιος. Επίσης, είχε συμμετοχή σε δύο καράβια ως συνιδιοκτήτης με τη Λασκαρίνα Μπουμπουλίνα. Λόγω αυτής της συνεργασίας, του ηθικού του χαρακτήρα και της τιμιότητας που τον διέκρινε, κλήθηκε να παίξει διαιτητικό ρόλο στις οικονομικές κληρονομικές διαφορές που είχε η Μπου­μπουλίνα με τα προγόνια της Γιάννη και Παντελή, γιους του Δημητρίου Χατζηπαντελή Γιάννουζα. Επειδή δεν υπήρχαν τότε ελληνικά δικαστήρια η υπόθεση έφτασε στο Πατριαρχείο Κωνσταντινου­πόλεως και ο Γρηγόριος ο Ε’ ανέλαβε να τη ρυθμίσει.

To 1818 μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία μαζί με τους Νικόλαο Μπόταση, Ρήγα Κρανιδιώτη και Γιώργο Πάνου και στις 3 Απριλίου του 1821 συμμετείχε στην κήρυξη της επανάστασης στο νησί των Σπετσών μαζί με άλλους πρόκριτους μυημένους στη Φιλική Εταιρεία.

Κατά τον αγώνα πρόσφερε μεγάλα χρηματικά ποσά για την ευόδωση της Επανάστασης. Πρωταγωνίστησε σε ηλικία 24 χρόνων στην πολιορκία της Μονεμβασιάς και, μετά την κατάληψη του Φρουρίου το 1824, διορίστηκε, από το Εκτελεστικό Σώμα, φρούραρχος του Κάστρου της Μονεμβασιάς και στρατιωτικός διοικητής της περιοχής που κάλυπτε το φρούριο. Κατά τη διάρκεια της παραμονής του εκεί, διέθεσε σεβαστά χρηματικά ποσά από την περιουσία του.

Σημαντική και συνεχής υπήρξε και η συμμετοχή του στους ναυτικούς αγώνες της περιόδου, και συγκεκριμένα – πέραν του ναυτικού αποκλεισμού της Μονεμβασιάς- πήρε μέρος ως καπετάνιος του ιδιόκτητου πλοίου του Αχλλεύς σε ολες σχεδόν τις ναυμαχίες και επιχειρήσεις που συμμετείχε η σπετσιώτικη μοίρα κατά την περίοδο 1821-1826) καταγράφοντας μία εντυπωσιακή πολεμική παρουσία 64 ημερών στη θάλασσα:

  • Στην καταδρομική επιχείρηση που οδήγησε στην αιχμαλωσία δύο οθωμανικών πλοίων μεταξύ Μήλου και Κιμώλου (11 Απρίλιου 1821).
  • Στην επιχείρηση του Κατακώλου – Κάβο Πάπα (Σεπτέμβριος 1821).
  • Στη αμφίρροπη ναυμαχία των Παλαιών Πατρών (20 Φεβρουαρίου 1822) με τον στόλο του Ισμαήλ Πασά Γιβραλταρ.
  • Στις επιχειρήσεις του «τρινήσιου» στόλου υπό τον Ανδρέα Μιαούλη στη Χίο (τέλη Απριλίου 1822).
  • Στις επιχειρήσεις του Ναυπλίου (Ιούνιος 1822).
  • Στη ναυμαχία στο Χέλι (απέναντι από τις Σπέτσες μεταξύ του «τρινήσιου» στόλου αναντίον του Καπετάν Καρά Μεχμέτ Πασά (7 Σεπτεμβρίου 1822).
  • Στις καταδρομικές επιχειρήσεις στην περιοχή του Αγίου Όρους (Αύγουστος 1823).
  • Στη νικηφόρα για τους επαναστάτες ναυμαχία της Σάμου (5 Αυγούστου 1824) μεταξύ των ναυτικών μοιρών της Ύδρας και των Σπετσών εναντίον του οθωμανικού στόλου υπό τον Καπουντάν Χοσρέφ Πασά.
  • Στη νικηφόρα για τους επαναστάτες ναυμαχία του Γέροντα (29 Αυγούστου 1824) μεταξύ των ναυτικών μοιρών της Ύδρας και των Σπετσών εναντίον του οθωμανικού στόλου υπό τον Καπουντάν Χοσρέφ Πασά.
  • Στις επιχειρήσεις στη Μεθώνη και Κορώνη (Μάρτιος – Ιούνιος 1825).
  • Στις επιχειρήαεις στην Κρήτη, Μεθώνη, Κορώνη, Νεόκαστρο (Ιούλιος – Αύγουστος 1825).
  • Στις επιχειρήσεις στο Νότιο Αιγαίο (Σεπτέμβριος -Οκτώβριος 1825).
  • Στις επιχειρήσεις των Παλαιών Πατρών (Δεκέμβριος -Ιανουάριος 1826).
  • Στις επιχειρήσεις της Σάμου (Αϋγουστος 1826).

Στη διάρκεια των εμφυλίων συγκρούσεων ο Θερμησιώτης συντάχθηκε όπως και οι περισσότεροι νησιώτες με την πλευρά των Κυβερνητικών της φατρίας Κουντουριώτη, η οποία άλλωστε του εμπιστεύτηκε τη φρουραρχία του κάστρου της Μονεμβασιάς. Κατά την καποδιστριακή περιόδο δεν είχε καμία δραστηριότητα ούτε ανέλαβε κάποιο ναυτικό αξίωμα. Πολιτικά συντάχθηκε με την καποδιστριακή αντιπολίτευση. Η αντιπολιτευτική στάση του έναντι του καθεστώτος είχε ως συνέπεια να του δοθεί το χαμηλό – σε σχέση με την προσφορά του – δίπλωμα του αξιωματικού της Ε’ τάξεως, αν και για την οικονομική του προσφορά του αναγνωρίστηκε οφειλή 150.000 γροσίων.

Κατά την επόμενη οθωνική περίοδο επανήλθε και έλαβε τον υψηλό βαθμό του πλοιάρχου καθώς και μία θέση στην σημαντική επιτροπή με αρμοδιότητα να αξιολογήσει « τας υπηρεσίας και την ικανότητα ενός εκάστου των ναυτικών, όσοι κατά τον ένδοξον υπέρ της ελευθερίας αγώνα έλαβον μέρος». Στην επιτροπή συμμετείχαν – πέραν του Ηλία Θερμησιώτη- ο Ανδρέας Μιαούλης, ως πρόεδρος, και οι Γ. Σαχτούρης, Γ. Ανδρούτζου, Ν.Α. Αποστόλης, Κ. Κανάρης και Α. Γ. Κριεζής. Από έγγραφα του αρχείου του διαπιστώνεται ότι ο Ηλίας Θερμησιώτης παρέμεινε καθόλη της διάρκεια της οθωνικής βασιλείας μέλος της Επιτροπής Εκδουλεύσεων παρά τις διάφορες αποχωρήσεις και τοποθετήσεις μελών της.

Τα άλλα δύο παιδιά της οικογένειας Θερμη­σιώτη, οι δύο μικρότεροι αδελφοί του Ηλία, ο Νικόλαος και ο Πέτρος σε νεαρή ηλικία σκοτώθηκαν πολεμώντας ο πρώτος στη μάχη της Άμφισσας και ο δεύτερος στη μάχη της Βέργας. Στο δελτίο της Εθνολογικής Εταιρίας, ο Νικόλαος και ο Πέτρος Θερμησιώτης αναφέρονται ως γιοι του Ηλία. Δεν είναι όμως ακριβές τούτο, όπως άλλωστε όλοι οι παλιοί το γνωρίζουν στις Σπέτσες. Τούτο ακόμη φαίνεται και από το γεγονός ότι ήταν απίθανο ο Ηλίας να είχε τόσο μεγάλους γιους και να πολεμούν μάλιστα, αφού ο ίδιος ήταν την εποχή εκείνη 24 χρόνων. Ο Ηλίας Θερμησιώτης είναι γνωστό ότι είχε δύο παιδιά, τον Ανδρέα και το Γεώργιο. Ο πρώτος γεννήθηκε το 1830 και χάθηκε πολύ αργότερα, νέος στη Μαύρη θάλασσα, όταν το καράβι του που καπετάνευε και ήταν ιδιοκτησία του, σ’ ένα από τα ταξίδια του Οδησσό – Ισπανία, με φορτίο σταριού, βούλιαξε αύτανδρο. Ο δεύτερος γιος του, ο Γεώργιος, γεννήθηκε το 1833 και πέθανε το 1929 σε βαθύ γήρας. Κατατάχτηκε στις τάξεις του Πολεμικού Ναυτικού «κατ’ επιλογή», σαν γιος ναυμάχου και έφτασε στο βαθμό του ναυάρχου πολεμώντας σ’ όλες τις θαλάσσιες πολεμικές επιχειρήσεις της τότε εποχής.

Η προσφορά του στην πατρίδα είναι ανυπολόγιστη. Στο Ιστορικό Μουσείο, σε μια αίθουσα, υπάρχει το πορτραίτο του μαζί με το σπαθί του, το ντουφέκι του και το καριοφίλι του.

Τα υπόλοιπα χρόνια της ζωής του τα έζησε στις Σπέτσες, όπου και πέθανε το 1870. Ο τάφος του βρίσκεται στο κοιμητήριο των Αγίων Πάντων και πάνω στην πλάκα, που σκεπάζει το μεγάλο αγωνιστή και πατριώτη, έχουν χαραχθεί τούτα τα λόγια:

«Ο πολλά μοχθήσας και δαπανήσας

εν τω Ιερώ της Ελλάδος Αγώνα.

Γεννηθείς τω 1788 απεβίωσε τω 1870».

Πηγές


  • Κέντρο Έρευνας Νεότερης Ιστορίας,  Παπαγεωργίου Στέφανος.
  • Ηλίας Ν. Γαλέττας – Μαρίκα Β. Μπουζουμπάρδη, «Σπέτσες, Ιστορία Λαογραφία», τόμος Ά, έκδοση, Ένωση Σπετσιωτών, 2004.

Στο:Πρὀσωπα, Πρόσωπα & γεγονότα του΄21 Tagged: 1821, Argolikos Arghival Library History and Culture, Fighter of the 1821 Revolution, Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας & Πολιτισμού, Βιογραφίες, Επανάσταση 21, Θερμησιώτης Ηλίας, Ναυμάχοι, Σπέτσες, Thermisiotis Ilias

Κούτσης Ιωάννης (1797-1860)

$
0
0

Κούτσης Ιωάννης (1797-1860)


 

Κούτσης Ιωάννης (1797-1860)

Ο Ιωάννης Κούτσης γεννήθηκε στις Σπέτσες, το 1797 και ήταν μέλος σημαντικής ναυτικής οικογένειας του νησιού. Ο πατέρας του, Γεώργιος, ασχολούμενος με ναυτιλιακές επιχειρήσεις είχε αποκτήσει αρκετά μικρά εμπορικά πλοία από τα λεγόμενα «λατινάδικα». Σ’ αυτά, από το 1808 και μέχρι την έναρξη του αγώνα, προστέθηκαν και άλλα πλοία μεγαλύτερα, όπως ο «Θεμιστοκλής», ένα από τα καλύτερα πλοία κατά την εποχή εκείνη, το τριίστιο «Ηρακλής» και οι ημιολίες «Ασπασία» και «Σαλαμώνη», όλα τους άριστα εξοπλισμένα και με κυβερνήτες μέλη της οικογένειας Κούτση, που όλα έλαβαν μέρος στις διάφορες ναυτικές επιχειρήσεις και ναυμαχίες καθ’ όλη τη διάρκεια του αγώνα.

Ο Ιωάννης Κούτσης, που κυβερνούσε το πλοίο του «Θεμιστοκλής», με υποπλοίαρχο τον αδελφό του Κοσμά, διακρίθηκε για τη μαχητικότητά του σ’ όλες τις ναυτικές επιχειρήσεις και ιδιαίτερα απέσπασε το θαυμασμό όλων κατά τη ναυμαχία των Πατρών. Σ’ αυτήν, την πρώτη «εκ παρατάξεως» ναυμαχία των αντιπάλων ναυτικών δυνάμεων, που έγινε με μια φοβερή κακοκαιρία και θαλασσοταραχή, το καράβι του «Ο Θεμιστοκλής» με κυβερνήτη τον ίδιο ήταν μεταξύ των πρώτων I5 καραβιών του τρινήσιου στόλου, που με επί κεφαλής το Μιαούλη άρχισαν το σκληρό αγώνα. Ο Κούτσης, στη ναυμαχία αυτή, επιτέθηκε σε μία τούρκικη φρεγάτα και για να τη βυθίσει ζύγωσε τόσο κοντά, με αποτέλεσμα να κτυπηθεί ο «Θεμιστοκλής» στ’ άρμενα και στα πλευρά, οπότε τα νερά άρχισαν να μπαίνουν με ορμή στο καράβι. O Σπετσιώτης καπετάνιος, παρά τις σοβαρές ζημιές του καραβιού του, δεν εννοούσε να αποσυρθεί από τον αγώνα προτιμούσε να βουλιάξει, παρά να αποσυρθεί από τη μάχη. Και πραγματικά, ο Κούτσης εξακολουθούσε να μάχεται με πείσμα μέχρις ότου φθάσανε κοντά του και άλλα ελληνικά καράβια και ανακουφίστηκε λίγο από τα πυροβόλα της εχθρικής φρεγάδας. Και όταν πια έφτασε στο έσχατο αυτό σημείο του κινδύνου να βυθιστεί, τότε μόνο πλάγιασε το καράβι του και πήγε στο Μεσολόγγι, όπου και το επισκεύασε πρόχειρα.

Ο Γιάννης Κούτσης έλαβε ακόμη μέρος στη μεγάλη ναυμαχία των Σπετσών στις 8 Σεπτέμβριοι 1822, όπου από τη θέση κοντά στο ακρωτήρι του Αγίου Αιμιλιανού, έφραζε με το πυροβολικό του καραβιού του την είσοδο του μεταξύ Σπετσών και Κόστας στενού, βοηθούμενος κατά την ημέρα εκείνη της Παναγίας και από το κανονιοστάσιο που βρισκόταν ανάμεσα στο φάρο και τους μύλους. Kαι μετά τη λήξη του αγώνα ο Κούτσης δεν λησμόνησε ποτέ τη μέρα εκείνη. Η οικογένειά του για να τιμήσει την Παναγία, για το θαύμα που έκανε την ημέρα της γιορτής της και σώθηκε το νησί, έκτισε στο χώρο του ισχυρού αυτού κανονιοστασίου την εκκλησία τη Παναγίας, αφιερωμένη στο Γενέσιο της Θεοτόκου. Η εκκλησία αυτή η οποία στην αρχή λεγόταν Παναγία του Κεφάλα και εννοούσαν το Γιάννη Κούτση με το μεγάλο κεφάλι, αργότερα πήρε το όνομα Παναγία της Αρμάτας, σε ανάμνηση το μεγάλου ιστορικού γεγονότος.

Το όνομά του συνδέθηκε με τη δολοφονία της αγωνίστριας Λασκαρίνας Μπουμπουλίνας για ασήμαντη αφορμή. Τα υπόλοιπα χρόνια της ζωής του τα πέρασε στις Σπέτσες ασχολούμενος με ναυτιλιακές εργασίες και πέθανε εκεί, το 1860.Ο τάφος της οικογένειάς του βρίσκεται κοντά στην εκκλησία της Παναγίας της Αρμάτας, πάνω στο χώρο του μεγάλου κανονιοστασίου.

Πηγή


  • Ηλίας Ν. Γαλέττας – Μαρίκα Β. Μπουζουμπάρδη, «Σπέτσες, Ιστορία Λαογραφία», τόμος Ά, έκδοση, Ένωση Σπετσιωτών, 2004.

Στο:Πρὀσωπα, Πρόσωπα & γεγονότα του΄21 Tagged: Argolikos Arghival Library History and Culture, Ioannis Koutsis, Έλληνες καραβοκύρηδες και εφοπλιστές, Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας & Πολιτισμού, Αγωνιστής του 1821, Βιογραφίες, Επανάσταση 21, Κούτσης Ιωάννης, Ναυμάχοι, Πρόσωπα, Σπέτσες, Στρατιωτικοί

Φόλγκραφ Βίλχελμ (Carl Wilhelm Vollgraff 1876-1967)

$
0
0

Φόλγκραφ Βίλχελμ (Carl Wilhelm Vollgraff 1876-1967)


 

Carl Wilhelm Vollgraff (1876-1967). Φωτογραφία: Antonius van der Stok (Leiden) (1862-1941).

Ο Carl Wilhelm Vollgraff γεννήθηκε στο Χάαρλεμ (Haarlem) στις 5/6/1876 και πέθανε στο Zeist της Ολλανδίας στις 20/10/1967, είναι Ολλανδός ελληνιστής και αρχαιολόγος. Ήταν γιος του λατινιστή Jean- Christophe Vollgraff. Άρχισε τις σπουδές του στα κλασσικά γράμματα στις Βρυξέλλες και συνέχισε διαδοχικά στην Ουτρέχτη, στο Γκέντινγκεν και το Βερολίνο υπό την επίβλεψη του κορυφαίου ερμηνευτή του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού και έναν από τους κυριότερους εκπροσώπους του «ιστορικού θετικισμού» Ούλριχ Μέλεντορφ Βιλαμόβιτς (Ulrich von Wilamowitz-Mðllendorff). Υποστήριξε τη διδακτορική διατριβή του το 1901 με ένα δοκίμιο αφιερωμένο στον Οβίδιο.

Οι αρχαιολογικές έρευνες του όμως, ήταν αυτές που τον έκαναν γνωστό τόσο στην ιδιαίτερη πατρίδα του, όσο και στην Ελλάδα. Σε ηλικία 25 ετών γίνεται δεκτός στη Γαλλική Αρχαιολογική Σχολή στην Ελλάδα και αμέσως αρχίζει τις ανασκαφές του, το 1902, στο Άργος όπου ανακαλύπτει σπουδαία αρχαιολογικά ευρήματα.

Η πρώτη περίοδος των ανασκαφών αρχίζει στις 15 Μαΐου 1902 (κατά την εφημερίδα Ίναχος της 06.07.1902) και εκτείνονται μέχρι το τέλος του 1912.   Διασταυρώνοντας δημοσιεύματα του W. Vollgraff και πληροφορίες του τοπικού Τύπου, διαπιστώνεται ότι επιχειρεί μία καταρχήν καταγραφή των αντικειμένων που υπάρχουν στο μουσείο του Άργους  και στην πόλη, δηλαδή εκθεμάτων, σπαραγμάτων και επιγραφών, και αναλαμβάνει και περαιώνει ανασκαφές στους λόφους της Ασπίδας και της Λάρισας, όπως και σε χώρους που τους περιβάλλουν. Κατά τη διετία 1928-30 ο W. Vollgraff επανέρχεται στο Άργος, συνεχίζει τις έρευνές του και προβαίνει σε νέες ανασκαφές, ιδίως στον λόφο της Λάρισας και στον χώρο της αγοράς. Ιστορικά είναι ο πρώτος αρχαιολόγος που προβαίνει σε συστηματικές αρχαιολογικές ανασκαφές στο Άργος.

Σε συνέντευξη του W. Vollgraff στην τοπική εφημερίδα «Αγροτική Αργολίς» της 7-9-1930, διαβάζουμε:

«Εἶνε ἤδη 54 ἐτῶν, τό δέ ἐκτάκτως ἀνθηρόν πρόσωπόν του δέν φανερώνει ὅτι φέρει τό βάρος πλέον τοῦ  ἠμισεως αἰῶνος. Τό πρῶτον φῶς εἶδεν εἷς τήν πόλιν Χάρλαντ τῆς Ὀλλανδίας τό 1876, κειμένην πλησίον της μεγαλιτέρας πόλεως τῆς Ὀλλανδίας, τοῦ Ἀμστερδάμ.

Τάς σπουδᾶς τοῦ ἐπεράτωσεν εἷς τήν πρωτεύουσαν τοῦ Βελγίου, τάς Βρυξέλλας, καί μετά πάροδον ὀλίγου χρόνου, εἷς ἡλικίαν 32 ἐτῶν, ἀνηγορεύθη καθηγητής εἷς τό Πανεπιστήμιον τῆς Οὐτρέχτης (Ὀλλανδίας). 

Τάς ἀρχαιολογικᾶς τοῦ ἔρευνας ὅμως, αἴτινες τόν κατέστησαν διάσημον τόσον εἷς τήν ἰδιαιτέραν τοῦ πατρίδα, ὅσον καί εἷς τήν Ἑλλάδα. Εἷς ἡλικίαν 25 ἐτῶν γίνεται δεκτός ‘ὡς ἑταῖρος εἷς τήν ἕν Ἀθήναις ἑδρεύουσαν Γαλλικήν Ἀρχαολογικήν Σχολήν, καί ἀμέσως ἀπό τοῦ ἑπομένου ἔτους 1902, ἀρχίζει τάς ἱστορικᾶς τοῦ ἀνασκαφᾶς εἷς τους γύρωθεν τῆς πολεῶς μᾶς ἀρχαιλογικούς τόπους του, γέμοντας ἀπό πλουσιώτατα λείψανα τοῦ ἀρχαίου Ἐλλινικοῦ πολιτισμοῦ. 

Καί πρίν ἤ ἄρχισω τάς ἀνασκαφᾶς εἷς τήν πόλιν τοῦ Ἄργους, μᾶς λέγει ὅ κ. Βολλγκράφ εἰσερχόμενος εἰς τό θέμα, προηγουμένως περιηγήθην καί ἐμελέτησα τάς ἀρχαιότητας τῆς Ἰταλίας καί ὁλόκληρού της ὑπολοίπου Ἑλλάδος, διά νά καταλήξω εἷς τό Ἄργος ὅπου καί ἐσχημάτισα  τήν πεποίθησιν ὅτι κρύπτονται εἷς τους κόλπους τοῦ ἄπειρα λείψανα τῆς ἀρχαίας πόλεως τοῦ Ἄργους, κτισθείσης κατά τήν Β’ Ἑλλαδικήν, λεγομένην, ἔποχην, περίπου δήλ. κατά τό 2000, π.Χ.

Καί πράγματι, συνεχίζει ὅ κ. Βολλγκράφ, δέν ἤπατηδην εἷς τάς προβλέψεις μου καί τάς πεποιθήσεις μου.

Κατά τά ἑπτά ἔτη καθ’ ἅ  περιοδικῶς παρέμεινα εἷς τό Ἄργος καί ἐνήργησα ἀνασκαφᾶς (1902, 1903, 1904, 1906, 1912, 1928, 1930),  ἐκ τῆς ἀνακαλύψεως πλουσίων κειμηλίων τοῦ μοναδικοῦ εἷς κάλλος ἀρχαίου πολιτισμοῦ τῆς Ἑλλάδος, ἤσθανθην τάς ὥραιοτερας συγκινήσεις ποῦ εἶνε δυνατόν νά δοκιμάση ἕνας ἀρχαιοδίφης. Δί’ ἠμᾶς, τούς ἀρχαιολόγους, ἤ ἀνακάλυψις ἕνος οἱουδήποτε ἀγάλματος δέν ἔχει τήν ἀξίαν ἔκεινην ποῦ ἀποδίδει τό κοινόν, διότι ἕξ αὐτῶν βρίθουν τά μουσεῖα – μεγαλυτέραν, μεγίστην  δέ  σπουδαιότητα ἔχει δί ἠμᾶς  ἤ εὕρεσις τῶν στοιχείων ἐκείνων, ἐπιγραφῶν κ.λ.π. – ποῦ θά μᾶς καθοδηγήσουν εἷς  τήν μελέτην τῆς Ἱστορίας τοῦ πολιτισμοῦ καί τῆς Ἱστορίας τῆς τέχνης – τῆς τέχνης ἐκείνης τῆς ἀρχαίας Ἑλλάδος ποῦ παρέδωσεν εἰς τόν αἰώνιον θαυμασμόν ὁλοκλήρου του κόσμου καλλιτεχνήματα ἀνυπερβλήτου κάλλους καί ἀφθάστου ὡραιότητος, ἀκριβείας, λεπτότητος καί κομψότητος… Καί πράγματι, τοιαῦτα στοιχεῖο εὕρηκα ἄφθονα εἷς τό Ἄργος, πολύ περισσότερα  ἄφ’ ὅσα ἠδυνάμην νά φαντασθῶ».

Βίλχελμ Φόλγκραφ

Το 1903 έγινε δεκτός ως λέκτορας στο πανεπιστήμιο της Ουτρέχτης. Από το 1905 ως το 1908 άσκησε τα καθήκοντα του επιμελητή στο Ιστορικό μουσείο γεγονός που αποτέλεσε την πρώτη επαφή του με τη ρωμαϊκή αρχαιολογία. Το 1908 έλαβε την έδρα της Αρχαίας ελληνικής γλώσσας και λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο της Groningue (Γκρόνινγκεν) θέση που κατείχε μέχρι το 1917.

Ο Vollgraff ασχολήθηκε με την «πινακίδα Τολσουμ», ένα κομμάτι ξύλου που έφερε μια επιγραφή της ρωμαϊκής εποχής που ανακαλύφθηκε το 1914 και το  1917 δημοσίευσε την έρευνά του πάνω σε αυτό που μέχρι σήμερα θεωρείται η αρχαιότερη αλφαβητική επιγραφή των Κάτω Χωρών. Το 1917 επέστρεψε στην Ουτρέχτη μετά την προαγωγή του στο τοπικό πανεπιστήμιο και ολοκλήρωσε την καριέρα του φθάνοντας στο βαθμό του ομότιμου καθηγητή το 1946. Κατά την περίοδο μεταξύ του 1917 και 1923 έγινε μέλος της Βασιλικής Ακαδημίας των τεχνών και των επιστημών της Ολλανδίας.

Το 1929 ανακάλυψε κάτω από τον καθεδρικό της Ουτρέχτης θραύσματα ψαμμόλιθου που σκέπαζαν έναν μεσαιωνικό τάφο. Ο Vollgraff αποκρυπτογράφησε τις επιγραφές που υπήρχαν σ’ αυτά τα θραύσματα και οδηγήθηκε στο συμπέρασμα ότι το όνομα Ουτρέχτη, κατά τη ρωμαϊκή εποχή, ήταν Albiola , αλλά αυτή η ερμηνεία δέχθηκε αρκετή κριτική που εξακολουθεί να υφίσταται μέχρι τις μέρες μας. Διεξήγε ανασκαφές αρχαιολογικές ανασκαφές στην πλατεία του καθεδρικού της Ουτρέχτης μεταξύ του 1933 και του 1935 και βρήκε ίχνη του ρωμαϊκού κάστρου και μιας εκκλησίας της Καρολίνειας περιόδου.

Παντρεύτηκε πρώτη φορά το 1904 την Marie von Hoblin και  δεύτερη φορά την αρχαιολόγο Anna Roes το 1947.

 

Αναφορές του Vollgraff για το Άργος (μορφή pdf):

  1.  Vollgraff Carl Wilhelm. Inhumation en terre sacrée dans l’Antiquité grecque (à propos d’une inscription d’Argos). In: Mémoires présentés par divers savants à l’Académie des inscriptions et belles-lettres de l’Institut de France. Première série, Sujets divers d’érudition. Tome 14, 2e partie, 1951. pp. 315-396. Inhumation en terre sacrée dans l_Antiquité grecque (à propos d_une inscription d_Argos)
  2. Vollgraff W. Argos dans la dépendance de Corinthe au IVe s. In: L’antiquité classique, Tome 14, fasc. 1, 1945. pp. 5-28. Argos dans la dépendance de Corinthe au IVe s
  3. Vollgraff Wilhelm. Rapport sur la campagne de fouilles à Argos en 1904. In: Comptes rendus des séances de l’Académie des Inscriptions et Belles-Lettres, 49 année, N. 1, 1905. pp. 10-11. Rapport sur la campagne de fouilles à Argos en 1904
  4. Vollgraff Wilhelm. Les fouilles d’Argos. In: Comptes rendus des séances de l’Académie des Inscriptions et Belles-Lettres, 50 année, N. 8, 1906. pp. 493-495. Les fouilles d’Argos
  5. Vollgraff Wilhelm. Un pavement en mosaïque découvert à Argos en 1930. In: Comptes rendus des séances de l’Académie des Inscriptions et Belles-Lettres, 76 année, N. 2, 1932. p. 154. Un pavement en mosaïque découvert à Argos en 1930
  6. Vollgraff Wilhelm. Fouilles et sondages sur le flanc oriental de la Larissa à Argos. In: Bulletin de correspondance hellénique. Volume 82, 1958. pp. 516-570. Fouilles et sondages sur le flanc oriental de la Larissa à Argos
  7. Vollgraff Wilhelm. Note sur une inscription de l’Aspis (Argos). In: Bulletin de correspondance hellénique. Volume 81, 1957. pp. 475-477. Note sur une inscription de l’Aspis (Argos)
  8. Vollgraff Wilhelm. Inscriptions d’Argos. In: Bulletin de correspondance hellénique. Volume 68-69, 1944. pp. 391-403. Vollgraff Wilhelm. Inscriptions d’Argos. In – Bulletin de correspondance hellénique. Volume 68-69, 1944. pp. 391-403.
  9. Vollgraff Wilhelm. Fouilles d’Argos. In: Bulletin de correspondance hellénique. Volume 44, 1920. pp. 219-226. Fouilles d’Argos
  10. Vollgraff Wilhelm. Inscription d’Argos (Traité entre Knossos et Tylissos). In: Bulletin de correspondance hellénique. Volume 37, 1913. pp. 279-308. Inscription d’Argos (Traité entre Knossos et Tylissos)
  11. Vollgraff Wilhelm. Inscriptions d’Argos. In: Bulletin de correspondance hellénique. Volume 34, 1910. pp. 330-354. Inscriptions d’Argos
  12. Vollgraff Wilhelm. Inscriptions d’Argos. In: Bulletin de correspondance hellénique. Volume 33, 1909. pp. 445-466. Inscriptions d’Argos
  13. Vollgraff Wilhelm. Inscriptions d’Argos. In: Bulletin de correspondance hellénique. Volume 33, 1909. pp. 171-200. Inscriptions d’Argos
  14. Vollgraff Wilhelm. Fouilles d’Argos. In: Bulletin de correspondance hellénique. Volume 31, 1907. pp. 139-184. Fouilles d’Argos.
  15. Vollgraff Wilhelm. Fouilles d’Argos. B. Les établissements préhistoriques de l’Aspis. In: Bulletin de correspondance hellénique. Volume 30, 1906. pp. 5-45. Fouilles d’Argos. B. Les établissements préhistoriques de l’Aspis
  16. Vollgraff Wilhelm. Note sur une inscription d’Argos. In: Bulletin de correspondance hellénique. Volume 29, 1905. p. 318. Note sur une inscription d’Argos
  17. Vollgraff Wilhelm. Inscriptions d’Argos. In: Bulletin de correspondance hellénique. Volume 28, 1904. pp. 420-429. Inscriptions d’Argos
  18. Vollgraff Wilhelm. Fouilles d’Argos. In: Bulletin de correspondance hellénique. Volume 28, 1904. pp. 364-399. Fouilles d’Argos
  19. Vollgraff Wilhelm. Inscriptions d’Argos. In: Bulletin de correspondance hellénique. Volume 27, 1903. pp. 260-279. Inscriptions d’Argos

Βιογραφία του Vollgraff (Ολλανδικά): J.C. Kamerbeek, «biographie de C.W. Vollgraff».

 

Πηγές


 

  • Jan Coenraad Kamerbeek et J.C. Kamerbeek, « biographie de C.W. Vollgraff », Jaarboek van de KNAW, 1967-1968, Amsterdam,‎ 1968, p. 346-354.
  • «Γαλλικές ανασκαφές στο Άργος και η αντίδραση του κοινού. Η περίπτωση του Wilhelm Vollgraff», Βασίλης Κ. Δωροβίνης. «Στα βήματα του  Wilhelm Vollgraff – Εκατό χρόνια αρχαιολογικής δραστηριότητας στο Άργος». Πρακτικά του διεθνούς συνεδρίου του διοργανώθηκε από την Δ’ ΕΠΚΑ και από  τη Γαλλική Σχολή  Αθηνών, 25-28 Σεπτεμβρίου 2003. Γαλλική Σχολή  Αθηνών, 2013.
  • Εφημερίδα «Αγροτική Αργολίς» της 7-9-1930.
  • http://www.persee.fr – Υπηρεσία υποστήριξης έρευνας η αποστολή της οποίας είναι η ψηφιακή αξιοποίηση της επιστημονικής κληρονομιάς. Υπουργείο Εθνικής Παιδείας, Ανώτατης Εκπαίδευσης και Έρευνας.

Στο:Πρὀσωπα, Φιλἐλληνες Tagged: Archeoloog, Argolikos Arghival Library History and Culture, École française d’Athènes, Carl Wilhelm Vollgraff, Άργος, Αρχαιολογία, Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας & Πολιτισμού, Βιογραφίες, Ιστορία, Πολιτισμός, Φόλγκραφ Βίλχελμ, ανασκαφές, Néerlandais

Ξυνός Ευάγγελος (1898-1986)

$
0
0

Ξυνός Ευάγγελος (1898-1986) – Δωρητής και ευεργέτης του Άργους


 

Ξυνός Ευάγγελος (1898-1986). Δωρητής και ευεργέτης του Άργους.

Ο Ευάγγελος Ξυνός γεννήθηκε στο Άργος το έτος 1898, δεύτερο παιδί του Αργείου – εμπόρου- Σπυρίδωνα Ξυνού και της συζύγου του Μαριγώς Ξυνού το γένος Τζοροβίλη. Είχε δύο αδέλφια, τον πρωτότοκο Παναγιώτη και τη Χριστίνα.

Το έτος 1914, σε ηλικία μόλις 16 ετών, έφυγε για τις Η.Π.Α., όπου είχε ήδη μεταναστεύσει ο μεγαλύτερος αδελφός του Παναγιώτης. Εγκαταστάθηκε από την αρχή στην Ατλάντα (Atlanta) της Πολιτείας Τζόρτζια (Georgia) και εργάστηκε, τα πρώτα χρόνια ως ανειδίκευτος εργάτης. Με εφόδια την επιμονή, το ζήλο, τη φιλοτιμία, την έφεση στη δημιουργία και πιστό συνοδοιπόρο τον αδελφό του, πάλεψε σκληρά τα χρόνια της ξενιτιάς.

Φέροντας έμφυτο το εμπορικό πνεύμα της οικογένειας, τα δύο αδέλφια ίδρυσαν με τις πρώτες τους οικονομίες τη δική τους επιχείρηση: ένα μικρό εμπορικό κατάστημα. Δεν άργησαν να κατακτήσουν την τοπική αγορά και να επεκτείνουν την επιχείρηση η όποια προόδευσε με ταχύτατους ρυθμούς αφήνοντας μεγάλα οικονομικά οφέλη.

Η πρόοδος του Ευάγγελου Ξυνού, επιστέγασμα σκληρής προσπάθειας και προσωπικών θυσιών ανέδειξε τον αλτρουισμό και τον πατριωτισμό του. Με τον αδελφό του, Παναγιώτη ενίσχυαν με κάθε δυνατό τρόπο την ελληνική παροικία και την Ορθόδοξη Εκκλησία της Τζόρτζια και προσέφεραν οικονομική βοήθεια και εργασία σε Έλληνες μετανάστες και όχι μόνο, μη ξεχνώντας ποτέ την πατρίδα και από πού ξεκίνησαν.

Ο μεγαλύτερος αδελφός, Παναγιώτης Ξυνός δεν έζησε τη χαρά του νόστου. Ο Ευάγγελος όμως πέρασε την τελευταία δεκαετία της ζωής του στην πατρίδα του, το Άργος, μαζί με την οικογένειά του. Απεβίωσε – πλήρης ημερών – στις 26-04-1986, έχοντας εκπληρώσει το όνειρο και των δύο να προσφέρουν στον τόπο τους.

Η διαθήκη του ήταν η επισφράγιση της μεγάλης του ψυχής. Αφού τακτοποίησε όπως αυτός πίστευε την οικογένεια της αδελφής του Χριστίνας, αφήνει δύο πολύ μεγάλες ισόποσες δωρεές προς το Νοσοκομείο και το Γηροκομείο του Άργους, τα δύο υιοθετημένα του παιδιά χωρίς να ξεχάσει το Δαναό, τον Άγιο Βασίλειο, τον Άγιο Ιωάννη, το Νοσοκομείο Παίδων, τη Χριστιανική Εστία Θηλέων και την ενορία του Ευαγγελισμού στην Ατλάντα.

Καταγράφηκε έτσι το όνομά του στις δέλτους των Μεγάλων Ευεργετών  του Γηροκομείου και του Νοσοκομείου. Κυρίως όμως καταγράφηκε στις δέλτους του ουρανού έχοντας ως συνήγορο και θησαυρό τα καλά έργα της πίστεώς του ενώπιον του Θεού.

Ο Χριστιανικός Φιλανθρωπικός Όμιλος Άργους «Η Αγία Αικατερίνη»  τον ανακήρυξε ομόφωνα Μεγάλο Ευεργέτη. Μ’ ένα μόνο μέρος των χρημάτων του ολοκλήρωσε κτιριακά το Γηροκομείο, ανακαίνισε το παλαιό κτίριο και εφοδίασε με τον απαραίτητο εξοπλισμό όλο το ίδρυμα, που σήμερα αξιοπρεπώς στεγάζει περίπου 70 υπερήλικες. Το 2016 το Διοικητικό Συμβούλιο με ομόφωνη απόφαση αποφάσισε να ανεγείρει εις ένδειξη ευγνωμοσύνης και τιμής  προτομή του Ευαγγέλου Ξυνού στο χώρο του Γηροκομείου.

 

Πηγή


 

  • Χριστιανικός Φιλανθρωπικός Όμιλος Άργους «Η Αγία Αικατερίνη».

 

 Διαβάστε ακόμη:

Δεσμίνης Δημοσθένης (1868-1936)

Στεργίου Αναστάσιος (1871-1941)

Πυρλή Μαρία (1892-1977)

Καλλιοντζή Αικατερίνη (1855-1932)

Μπόνης Δημ. Αθανάσιος (1882-1957)

Λύγδας Χρ. Αγησίλαος (1903-1949)

Υφαντή – Κατσαρού Αδαμαντία (1910-1995)

Κοντοβράκης Ιάκωβος (1793-1868)

Μπουσουλόπουλος Σπυρίδων (1862-1927)

Λαλουκιώτης Ιωάννης (1879-1951)

Το Ορφανοτροφείο του Άργους

Σταματίου Π. Γιώργος (1937-2013)

$
0
0

Σταματίου Π. Γιώργος (1937-2013)


 

Σταματίου Π. Γιώργος (1937-2013)

Γόνος παλιάς αγροτικής οικογένειας των Μεσογείων, ο αθόρυβος γραμματολόγος, μελετητής του έργου του Νίκου Καζαντζάκη, ιστορικός ερευνητής, διηγηματογράφος, παιδαγωγός και συγγραφέας Γιώργος Π. Σταματίου γεννήθηκε το 1937. Σπούδασε Φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών(1955-1960) ενώ παράλληλα φοίτησε για ένα χρόνο και στη Δραματική Σχολή του Δημήτρη Ροντήρη. Θήτευσε στη Μέση Εκπαίδευση, ως Καθηγητής στην Αναργύρειο και Κοργιαλένειο Σχολή Σπετσών και κατόπιν Λυκειάρχης στο Λύκειο Σπετσών.

Στα 1983 αναγορεύθηκε Διδάκτορας του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, με τη διατριβή «Ο Καζαντζάκης και οι Αρχαίοι», (εισηγητής ο Καθηγητής και γνωστός ποιητής και κριτικός Κώστας Στεργιόπουλος) που απέσπασε το Ειδικό «Βραβείο Καζαντζάκη» του Υπουργείου Πολιτισμού και εκδόθηκε με δαπάνη της Ελένης Καζαντζάκη. Επίσης στα 1991 τιμήθηκε με το «Βραβείο Καζαντζάκη» και χρηματικό έπαθλο από το Δήμο Ηρακλείου Κρήτης και με τη χορήγηση ειδικής πλακέτας από την «Ένωση Σπετσιωτών».

Θεωρείται ο σημαντικότερος συστηματικός, μεθοδικός και διεισδυτικός μελετητής του έργου του μεγάλου Κρητός, με πλήθος δημοσιευμάτων, εκδόσεων, διαλέξεων και ανακοινώσεων σε ελληνικά και διεθνή συνέδρια (Κύπρος, Γεωργία, Βέλγιο). Υπήρξε ενεργό μέλος της «Διεθνούς Εταιρείας Φίλων Καζαντζάκη», του Πολιτιστικού Συλλόγου Σπετσών, του Μουσικού Συλλόγου Σπετσών και Επίτιμο Μέλος του Επιμορφωτικού Συλλόγου Παιανίας.

Στα 1962 παντρεύτηκε την οδοντίατρο Ματίνα Σωτ. Λίτσα, ανιψιά από μητέρα του εθνικού ευεργέτη και ιδρυτή της Αναργύρειου και Κοργιαλένειου Σχολής Σπετσών, Σωτήρη Ανάργυρου.

Συνεργάσθηκε κατά καιρούς με τα περιοδικά «Νέα Εστία», «Διαβάζω», «Ιστορία Εικονογραφημένη», «Ελληνικό Πανόραμα» και το ελληνοδιεθνές πολιτιστικό περιοδικό «ΕΙ» του Ευρωπαϊκού Κέντρου Τέχνης.

Στο ευρύ συγγραφικό έργο του περιλαμβάνονται τα βιβλία:

  • «Νίκος Καζαντζάκης, ένας αξεδίψαστος της ελευθερίας» (1971, β΄ έκδοση 1974).
  • «Η γυναίκα στη ζωή και στο έργο του Νίκου Καζαντζάκη» (ιδιωτική έκδοση1983, β΄ έκδοση  Καστανιώτης, 1997.
  • «Νίκος Καζαντζάκης, ο οικουμενικός», Έκδ. Συμβολή του Επιμορφωτικού Συλλόγου Παιανίας.
  • «Ο συνταξιούχος και άλλα διηγήματα», Εκδ. Χατζηνικολή, 1989.
  • «Ο Λάκης και η Τζίλντα», Εκδ. Χατζηνικολή,1995.
  • «Ένα τραίνο ταξιδεύει στη Γη της Μεσογαίας και της Λαυρεωτικής, και άλλα διηγήματα», Εκδ. Συμβολή του Επιμορφωτικού Συλλόγου Παιανίας, 1999.
  • «Το ταξίδι της Αργώς και άλλα διηγήματα», Εκδ. Συμβολή του Επιμορφωτικού Συλλόγου Παιανίας, 2002.
  • «Μελένια Μάτια», Εκδ. Χατζηνικολή, 2001, β΄ έκδοση 2002.
  • «Η ασπίδα του Δημοσθένη», Εκδ. Συμβολή του Επιμορφωτικού Συλλόγου Παιανίας, 2001.
  • «Νικόλαος Δάβαρης – Η ζωή και το έργο του», αυτοέκδοση.

Ιδιαίτερος λόγος πρέπει να γίνει για τη συμβολή του στη μελέτη της Ιστορίας των Σπετσών. Καρπός αυτής της μακρόχρονης προσπάθειας τα βιβλία του:

  • «Ο εθνικός ευεργέτης Σωτήριος Ανάργυρος, η ζωή και το έργο του», έκδοση της Ε. Ε. της Α.Κ.Σ.Σ., το 1973, δεύτερη έκδοση από τον ίδιο φορέα, Αθήνα 2000.
  • «Αναργύρειος και Κοργιαλένειος Σχολή Σπετσών, ένα υποδειγματικό Κολλέγιο», έκδοση Πολιτιστικού Συλλόγου Σπετσών, 2003.
  • «Οδηγός του Μουσείου Σπετσών», 1966.
  • «Πέντε Σπετσιώτες ποιητές», 1975.
  • «Η ξυλοναυπηγική τέχνη των Σπετσών», έκδοση του Πολιτιστικού Συλλόγου Σπετσών, Αθήνα 2002, καθώς επίσης και μια σειρά άρθρων και μελετημάτων σε περιοδικά και εφημερίδες, των Αθηνών και τοπικές.

Ζούσε μόνιμα, από το 1962, στις Σπέτσες. Άφησε την τελευταία του πνοή τον Απρίλιο του 2013 στο πατρικό του σπίτι, στην Παιανία και κηδεύτηκε στις Σπέτσες.

 

Πηγές


  • BiblioNet
  • scriptamanent

Κωστούρος Θεόδωρος (1913-1986)

$
0
0

Κωστούρος Θεόδωρος (1913-1986)


 

Θεόδωρος Κωστούρος, αρχείο Κώστα Κωστούρου.

Ο ποιητής Θεόδωρος Κ. Κωστούρος γεννήθηκε στ’ Ανάπλι τον Οκτώβρη του 1913. Ο πατέρας του, Κωνσταντίνος, διατηρούσε φαρμακείο επί της οδού Β. Κωνσταντίνου στο Ναύπλιο και μετά τον θάνατό του τον διαδέχτηκε ο γιος του Θεόδωρος. Διατήρησε το φαρμακείο μέχρι τη συνταξιοδότησή του.

Τις εγκύκλιες σπουδές του έκανε στ’ Ανάπλι και μετά σπούδασε φαρμακοποιός στη Φαρμακευτική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Εκ παραλλήλου ασχολήθηκε με την ποίηση και τη λογοτεχνία γενικώς υμνώντας και τραγουδώντας τη γενέτειρά του, την ομορφιά και τη μυθική της ατμόσφαιρα.

 

Διακρίσεις

 

Διακρίσεις

 

Από τα χρόνια εκείνα – τα εφηβικά – γράφει στο ανέκδοτο έργο του «Το λυκαυγές και το λυκόφως», καθαρά αυτοβιογραφικό «σιγά σιγά μέσα μου άρχισε να γεννιέται και να μεστώνει το πάθος μου για τη γενέθλια γη. Αυτό το πάθος που ’μελλε αργότερα να μου γίνει “έργο ζωής” και να θέσει την πυρή σφραγίδα του στο κατοπινό – ελάχιστο και φτωχό – πνευματικό μου έργο. Πραγματικά, σε ολόκληρο το λογοτεχνικό μου έργο, είναι διάχυτη για την όμορφη πατρίδα μου. Και τα θέματα των περισσότερων έργων μου είναι παρμένα από το αγαπημένο Ανάπλι».

Πραγματικά το μικρό και μαγευτικό Ανάπλι περπατάει λαμπυρίζοντας σ’ όλο του το έργο. Ο ποιητής κερδίζει επάξια τον τίτλο «Ο ποιητής τ’ Αναπλιού».

Τον τίτλο αυτό τον διατήρησε σ’ όλη του τη ζωή γράφοντας και εκδίδοντας 20 έργα – ποιητικά, πεζά, σατιρικά, χρονικά, θεατρικά, ενώ στα κατάλοιπά του, μεταξύ άλλων, ευρίσκεται η ποιητική μυθολογική πολύστιχη σύνθεση «Αμυμώνη, η Γένεση του Αναπλιού», περίπου 8100 στίχοι. Πέθανε στ’ Ανάπλι στις 19 Ιουλίου του 1986.

 

Αρχαίο θέατρο Άργους. Θεατρική παράσταση «Παλαμήδης», 3 & 4 Μαΐου 1952. Εμπρός δεξιά ο Θεόδωρος Κωστούρος, πίσω αριστερά η Ελένη Ουράνη κριτικός λογοτεχνίας, θεάτρου και συγγραφέας, γνωστή με το ψευδώνυμο Άλκης Θρύλος.

 

Εργογραφία:  

Θεατρικά: Παλαμήδης – Αμυμώνη.

Πεζά: Βονιφάτιος Βοναφίν – Το Παλαμήδι | Σύντομο Χρονικό – Αυτά να Μένουν Μεταξύ μας – Είδα το Παρίσι με τα Μάτια σου – Ήβη – Ο Νάνος – Το Ανάπλι των Θρύλων – Ταξίδι στο νησί της Χίμαιρας.

Ποίηση: Ο Κύκλος του Πόνου και του Λυτρωμού – Ανθρώπινα (Στίχοι Πικροί) – Απόηχοι – Τα Σατιρικά – Ιππολύτη – Ελέβορος | 12 Τραγούδια – Του Έρωτα και της Ζωής – Το Τραγούδι της Ειρήνης.

 

Γιώργος Πατρινιός

Πηγή: Ιστοσελίδα  Θεόδωρου Κ. Κωστούρου.


Χατζηαναστασίου Τάσος

$
0
0

Χατζηαναστασίου Τάσος


 

Τάσος Χατζηαναστασίου

Ο Τάσος Χατζηαναστασίου είναι Διδάκτωρ Νεότερης Ιστορίας-Εκπαιδευτικός με οργανική θέση στο 1ο ΕΠΑΛ Ναυπλίου. Γεννήθηκε στη Λευκωσία της Κύπρου το 1965. Σπούδασε Ιστορία και Φιλοσοφία στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Το 1998 υποστήριξε τη διδακτορική του διατριβή με θέμα: «Ένοπλες ομάδες αντίστασης κατά της βουλγαρικής Κατοχής της Ανατολικής Μακεδονίας και της Δυτικής Θράκης, 1941-1944», το μεγαλύτερο μέρος της οποίας δημοσιεύτηκε το 2003 με τίτλο: «Αντάρτες και Καπετάνιοι, Η εθνική αντίσταση κατά της βουλγαρικής κατοχής της Ανατολικής Μακεδονίας και της Θράκης, 1942-1944».

Έχει διδάξει στα Πανεπιστήμια Κρήτης, Παλέρμου και Κύπρου. Επίσης, έχει διατελέσει επιμορφωτής εκπαιδευτικών στην εισαγωγική επιμόρφωση (2006 και 2010). Στο συγγραφικό του έργο περιλαμβάνονται βιβλία ιστορικά και παιδαγωγικά καθώς και ένα μυθιστόρημα. Έχει δημοσιεύσει δεκάδες άρθρα με θέματα ιστορικά, παιδαγωγικά, πολιτικά και συνδικαλιστικά. Είναι μέλος της συντακτικής ομάδας του περιοδικού «Άρδην» και του «Νέου Λόγιου Ερμή». Το βιβλίο που συνέγραψε με τον Δημήτρη Πασχαλίδη, Τα γεγονότα της Δράμας, Σεπτέμβριος – Οκτώβριος 1941 (Δράμα 2003, β΄ έκδοση 2016), βραβεύτηκε από την Ακαδημία Αθηνών το 2004. Το 2017 ανακηρύχτηκε επίτιμος Δημότης Δράμας για την επιστημονική του προσφορά ως Ιστορικός. Από το 2009, ζει και εργάζεται στο Ναύπλιο. Είναι παντρεμένος με την Βιολόγο Ελευθερία Ράλλη και έχει τρία παιδιά, τον Μίνωα, τον Κωσταντή και την Αλεξάνδρα.

Έργα του είναι:

  • «Το άλλο σχολείο – Πρόταση για μια παιδεία χωρίς αποκλεισμούς από την εμπειρία διδασκαλίας στην τεχνική επαγγελματική εκπαίδευση», Εναλλακτικές Εκδόσεις, 2001.
  • «Αντάρτες και καπετάνιοι – Η εθνική αντίσταση κατά της βουλγαρικής κατοχής της Ανατολικής Μακεδονίας και της Θράκης 1942-1944», Κυριακίδη Αφοί, 2003.
  • «Τα γεγονότα της Δράμας – Σεπτέμβριος – Οκτώβριος 1941», (σε συνεργασία με τον Δημήτρη Πασχαλίδη), Δημοτική Επιχείρηση Κοινωνικής Πολιτιστικής και Τουριστικής Ανάπτυξης Δήμου Δράμας, 2003.
  • «Το σχολείο είναι γυρισμένο ανάποδα – Η γλωσσική διδασκαλία στην Τεχνική Επαγγελματική Εκπαίδευση και τα κείμενα των μαθητών της», Εναλλακτικές Εκδόσεις, 2011.
  • «Το κτήμα που βλέπει στη θάλασσα», Εναλλακτικές Εκδόσεις, 2013.
  • «Αντάρτες και καπετάνιοι – Η εθνική αντίσταση κατά της βουλγαρικής κατοχής της Ανατολικής Μακεδονίας και της Θράκης 1942-1944», Αφοί Κυριακίδη Εκδόσεις Α.Ε., 2016

Μεταφράσεις

  • Σιμόν Μπολίβαρ: «Το μανιφέστο της Καρθαγένης», Αιγαίον, 2010.
  • «Πατρίδα ή Θάνατος, η ομιλία του Τσε Γκεβάρα στην Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ, 11.12.1964», Αιγαίον, 2010.

Περισσότερα για τον Τάσο Χατζηαναστασίου μπορείτε να διαβάσετε,  σε μορφή pdf, στην παρουσίαση του συγγραφέα από την φοιτήτρια Αγγελική Αποστολοπούλου, στον σύνδεσμο: Τάσος Χατζηαναστασίου 

Η Ρεθεμνιώτισσα σουλτάνα Ευμενία Βεργίτση στις Ευρωπαϊκές Χαλκογραφίες και στα Ελληνικά Δημοτικά Τραγούδια

$
0
0

Η Ρεθεμνιώτισσα σουλτάνα Ευμενία Βεργίτση στις Ευρωπαϊκές Χαλκογραφίες και στα Ελληνικά Δημοτικά Τραγούδια – Μανούσος Ι. Μανούσακας, Κρητικά Χρονικά, τόμος 5, 1951.


 

[…] Η Gülnûş πρέπει να γεννήθηκε γύρω στα 1643, αφού μαρτυρείται πως το 1715, τη χρονιά που πέθανε, ήταν 72, περίπου χρονών. Αυτό άλλως τε συμβιβάζεται και με τη μαρτυρία πως από το Μεχμέτ Δ’, που είναι γνωστό πως γεννήθηκε στις 30 Δεκεμβρίου 1641 ήταν λίγο μικρότερη στην ηλικία. Έτσι, όταν το Νοέμβριο του 1646 κυριεύθηκε το Ρέθεμνος της Κρήτης από τους Τούρκους, αυτή πρέπει να ήταν νήπιο τριών η τεσσάρων μόλις χρονών θα ήταν πάντως βαφτισμένη, αφού διάσωσε, καθώς θα δούμε, το χριστιανικό της όνομα και μετά τον εξισλαμισμό της. Πως είχε πατρίδα το Ρέθεμνος και πως σκλαβώθηκε τότε, στην άλωσή του, αυτό το μαρτυρούν πολλοί Ευρωπαίοι σύγχρονοι με την κατοπινή ακμή της: ο Γάλλος La Guilletiere (= Guillet de Saint – Georges)ο Βενετός ιστοριογράφος του Κρητικού Πολέμου Andrea Valiero, ο Βενετός βάϊλος G. Β. Donado στην έκθεσή του τού 1684 και άλλοι. Από την άλλη μεριά, ο Τούρκος ιστορικός Naima αναφέρει πως ο καταχτητής του Ρεθέμνου Γαζή Χουσεΐν έστειλε από την πόλη αυτή, μαζί με το άγγελμα της άλωσής της, για δώρο στο σουλτάνο στην Κωνσταντινούπολη (δηλαδή στον Ιμπραΐμ) εκατό αιχμάλωτους, από τους οποίους οι δέκα ήταν καπετανέοι και οι είκοσι αξιωματούχοι, καθώς και δέκα σκλάβες κοπέλες. Av ανάμεσα στις δέκα αυτές Ρεθεμνιωτοπούλες που διαλέχτηκαν για το σουλτανικό χαρέμι βρισκόταν και η μέλλουσα σουλτάνα, δε μπορούμε να το ξέρωμε με βεβαιότητα, φαίνεται όμως αρκετά πιθανό.

Προσωπογραφία της Εμετουλάχ Ρεμπιά Γκιουλνούς, της Ρεθύμνιας Ευμενίας Βεργίτση, Σουλτάνας της τότε Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, 19ος αιώνας, άγνωστος καλλιτέχνης, μουσείο Τοπ Καπί, Κωνσταντινούπολη.

Στο διάστημα των δεκαεφτά χρόνων που πέρασε η μικρή Ρεθεμνιώτισσα σκλάβα κλεισμένη μέσα στο χαρέμι ίσαμε να φτάση στην ηλικία των είκοσι χρόνων (1646—1663), δεν έχομε γι’ αυτήν καμμιά μαρτυρία, πράμα άλλως τε φυσικό. Θα ανατράφηκε πάντως – καθώς και όλες οι άλλες σκλάβες του σουλτανικού χαρεμιού που τις έπαιρναν από πολύ μικρά παιδιά – σύμφωνα με την καθιερωμένη εθιμοτυπία και τη μουσουλμανική θρησκεία θα ήταν κι’ αυτή κάτω από την επίβλεψη της Βαλιδέ σουλτάνας, της περιώνυμης Ρωσσίδας Tarchan (+ 1683), μητέρας του νέου σουλτάνου Μεχμέτ Δ’, που είχε ανεβή εν τω μεταξύ, τον Αύγουστο του 1648, στο θρόνο, σε ηλικία εξήμισυ χρόνων. Εκεί, μέσα στο χαρέμι, πήρε βέβαια και το όνομα Rebia Gulnus που σημαίνει «εκείνη που πίνει τη δροσιά από τα ανοιξιάτικα ρόδα».

Όταν ο Μεχμέτ Δ’ ενηλικιώθηκε, η Gulnus είχε την τύχη, ανάμεσα σ’ όλες τις άλλες σκλάβες τον χαρεμιού, να γίνη η πρώτη ευνοούμενη του (Hasseki) και την ακόμη μεγαλύτερη τύχη να του φέρη στον κόσμο τον πρωτότοκο γιό του, το διάδοχο Μουσταφά, στις 2 Ιουνίου 1664, γεγονός που πανηγυρίστηκε στην πρωτεύουσα την Αδριανούπολη με επταήμερη φωταψία. Από τότε το άστρο της Gulnus άρχισε να μεσουρανή. Με την εξαιρετική ομορφιά της, για την οποία μας μιλούν οι σύγχρονες πηγές και τη μεγάλη της επιτηδειότητα κατάφερε να διατηρήση την εύνοια και την αγάπη του Μεχμέτ Δ’ σ’ όλο το υπόλοιπο μακρύ διάστημα της βασιλείας του (1664—1687), δηλαδή εικοσιτέσσερα ολόκληρα χρόνια. Τον συνώδευε παντού, κ’ έξω από την πρωτεύουσα, ακόμη και στις πολεμικές εκστρατείες. Η επιρροή της αυξήθηκε σε τέτοιο βαθμό, ώστε να εκτοπίση σιγά-σιγά και την ίδια την πανίσχυρη Βαλιδέ Tarchan. Με θαυμαστή εφευρετικότητα κατάφερνε κάθε φορά να εξουδετερώνη κάθε επικίνδυνη αντίζηλό της, χρησιμοποιώντας διάφορα τεχνάσματα, αθώα ή και εγκληματικά ακόμη.

Τον Ιανουάριο του 1673 γέννησε και το δεύτερο γιό του σουλτάνου Δ’, τον Αχμέτ. Στην πρώτη αυτή περίοδο της (ακμής της έθεσε τέρμα ο εκθρονισμός και η εγκάθειρξη του Μεχμέτ Δ’ το Νοέμβριο του 1687, οπότε και η Gulnus εκλείστηκε στο παλιό σεράγι όπου έμεινε οχτώ χρόνια, όσα δηλαδή κράτησε η βασιλεία των δυο αδερφών και διαδόχων του Μεχμέτ Δ’, του Σουλεϊμάν (1687 – 1691) και του Αχμέτ Β’ (1691-1695) στο διάστημα αυτό πέθανε και ο Μεχμέτ Δ’ στη φυλακή (17 Δεκεμβρίου 1692)…

Για την ανάγνωση ολόκληρης της εργασίας του καθηγητή και ακαδημαϊκού Μανούσου Μανούσακα (1914-2003) πατήστε διπλό κλικ στον παρακάτω σύνδεσμο: Η Ρεθεμνιώτισσα σουλτάνα Ευμενία Βεργίτση στις ευρωπαϊκές χαλκογραφίες και στα ελληνικά δημοτικά τραγούδια

Στορνάρης (ή Στουρνάρης) Νικόλαος (1775;-1826)

$
0
0

Στορνάρης (ή Στουρνάρης) Νικόλαος (1775;-1826)


 

Νικόλαος Στουρνάρης

Ο Νικόλαος Στορνάρης ή Στουρνάρης ήταν Φιλικός, Αγωνιστής της Επανάστασης, οπλαρχηγός στην περιοχή της Αιτωλοακαρνανίας και υπερασπιστής του Μεσολογγίου. Έδρασε στη Δυτική Στερεά. Το αρματολίκι του ήταν στην περιοχή του Ασπροποτάμου και ήταν στην εποχή του Αλή πασά ονομαστό κέντρο ενόπλων σωμάτων.

Μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία και συμμετείχε στη σύσκεψη των οπλαρχηγών της Στερεάς Ελλάδας στη Λευκάδα στις αρχές του 1821. Μετείχε στην επανάσταση στον Ασπροπόταμο και πολέμησε στη Στερεά και την Πελοπόννησο διακριθείς ιδιαίτερα στο Βουλγαρέλι το 1824.

Μετά την καταστολή της επανάστασης στον Όλυμπο το 1822 συγκέντρωσε δίπλα του όσους επαναστάτες και φιλέλληνες διέφυγαν. Συνεργάστηκε με τον Καραϊσκάκη την άνοιξη του 1823 στην αντίσταση εναντίον των Τούρκων που επεδίωκαν το προσκύνημα των αρματολών στη Στερεά και τη Θεσσαλία και συμμετείχε στις μάχες εναντίον του Ομέρ Βρυώνη στα 1823 και 1824 στη Δυτική Στερεά.

 

Νικόλαος Στουρνάρης. Δημοσιεύεται στο Xρ. Bλασσόπουλος, «Hμερολόγιον του Aγώνος», Αθήνα, 1930.

 

Πήρε ενεργό μέρος στην άμυνα του Μεσολογγίου και έγινε ονομαστός για τον πατριωτισμό και την ανδρεία του. Ως αρχηγός του φρουράς της πόλης, παρέμεινε στο Μεσολόγγι καθ’ όλη τη διάρκεια της δεύτερης πολιορκίας του και έπεσε ηρωικά κατά τη μεγάλη έξοδο.  Κατατάχθηκε στον βαθμό του στρατηγού (Α.Μ. 2086).

 

Πηγές


 

  • Ελευθεροτυπία, Περιοδικό Ιστορικά, «Η έξοδος του Μεσολογγίου», τεύχος 180, 10 Απριλίου 2003.
  • Γιαννούλης, Ν. Κ., «Το αρματολίκι Ασπροποτάμου και οι Στορναραίοι», Αθήνα, ΕΜΟΤ, 1981.

Πάνου Γεώργιος (1770- 1863)

$
0
0

Πάνου Γεώργιος (1770- 1863)


 

Γεώργιος Πάνου (από το αρχείο Ανδρέα Κουμπή, Σπέτσες)

Ο Γεώργιος Πάνου, πλοιοκτήτης, φιλικός, αγωνιστής και πολιτικός της επανάστασης του 1821,  γεννήθηκε στις Σπέτσες το 1770 και ήταν γιος του προεστού Νικολάου Πάνου. Από την παιδική του ηλικία έλαβε ναυτική εκπαίδευση και πραγματοποίησε διάφορα ταξίδια στο πλευρό πρώτα του πατέρα και μετά του θείου του. Το καράβι τον έφερε μακριά από τα σπετσιώτικα νερά, σε νέους κόσμους, νέους ανθρώπους, νέες συνήθειες. Έξυπνος, δραστήριος, εργατικός, αποκτά εκτίμηση και εμπιστοσύνη και με τη ναυτική του αξία αρχίζει να επιβάλλεται.

Ο Γεώργιος Πάνου ταξιδεύει με σπετσιώτικα καράβια ως τους μεγάλους ωκεανούς. Βγαίνει στην Ευρώπη, από την Ιταλία ως την Ισπανία και την Πορτογαλία και μαθαίνει ότι σκλαβωμένος λαός δεν είναι μόνο ο δικός του και πως η ελευθερία θέλει θυσίες και αίμα. Ύστερα από σκληρή δουλειά και μεγάλη θέληση, κατόρθωσε να αποκτήσει δικό του καράβι το «Σόλων» το 1813, ο Πάνου ήταν πια ένας ολοκληρωμένος άνθρωπος, ένας έμπειρος ναυτικός, που δεν άργησε να αποκτήσει την εκτίμηση των συμπατριωτών του για τις ικανότητές του αυτές και την ασύγκριτη τιμιότητά του.

Είχε εξοπλίσει το καράβι του «Σόλων» με πυροβόλα τέλεια και όταν κάποτε πειρατές του επιτέθηκαν στο πέλαγος αιφνιδιαστικά και παρόλο που ήταν ασύγκριτα ανώτεροι σε αριθμό και πυροβόλα, κατόρθωσε να τους τσακίσει κυριολεκτικά και να τους αναγκάσει να εγκαταλείψουν τα σχέδιά τους. Έτσι, μαθήτευσε στο θαλασσινό πόλεμο με τους πειρατές κι απέκτησε τέτοια φήμη, ώστε έγινε γνωστός για τα κατορθώματά του στην Οθωμανική Πύλη, που δεν άργησε, το 1814, να τον διορίσει Μπέη – Κοτζάμπαση, δηλαδή Διοικητή στις Σπέτσες. Το αξίωμα αυτό το κράτησε μέχρι το 1817, οπότε παραιτήθηκε για άγνωστους λόγους. Ίσως γιατί το χρόνο αυτό η Φιλική Εταιρεία, με ειδικό μανιφέστο μέσω του Πατριάρχη Γρηγορίου του Ε’, τον κάλεσε κρυφά στην Κωνσταντινούπολη. Ο Πάνου ανταποκρίθηκε στην πρόσκληση και σύντομα βρέθηκε στην Πόλη, κοντά στον Παναγιώτη Σέκερη. Εκεί, ο Πατριάρχης Γρηγόριος ο Ε’ τον κατήχησε στα μυστήρια της Φιλικής Εταιρείας και τελικά τον όρκισε αφού του πρόσφερε μικρό σταυρό που σώζεται στο Ναυτικό πολεμικό Μουσείο. Διέθεσε στο ταμείο που είχε η Φιλική Εταιρεία ιδρύσει στο Μοναστήρι της Αγίας Λαύρας, σαν πρώτη εισφορά του 1000 τάλληρα ισπανικά. Με επιστολή του προς τη Μονή αναφέρει ότι τα χρήματα αυτά τα προσφέρει στη μνήμη της μητέρας του για την ανακαίνιση της Αγίας Μονής, και εννοούσε την Επανάσταση.

Το 1818, ορίστηκε μαζί με τους Μπόταση και Φατζιολάτη, έφορος της Φιλικής Εταιρείας στις Σπέτσες, ενώ το 1819, φυγάδευσε από την Ερμιόνη Αργολίδας τον Τσακάλωφ μετά τη δολοφονία του Νικόλαου Γαλάτη. Λίγους μήνες πριν από την έναρξη της επανάστασης, όταν ο Παπαφλέσσας έφτασε στις Σπέτσες τάχτηκε υπέρ των επαναστατικών κελευσμάτων του ιερωμένου.

Παίρνει μέρος στην πολιορκία της Μονεμβασίας, επί κεφαλής μοίρας και ύστερα από τρεισήμισι μηνών πολιορκία, κάτω από τη στρατηγική διεύθυνσή του, το μεγάλο φρούριο πέφτει. Πήρε ακόμη μέρος στην πολιορκία του Ναυπλίου και σε πολλές άλλες ναυτικές επιχειρήσεις και διακρίθηκε για την τόλμη και το θάρρος του. Το 1823, πηγαίνει πληρεξούσιος των Σπετσών στην Εθνοσυνέλευση του Άστρους, ενώ το καράβι του ο «Σόλων» – κι όταν ο ίδιος είναι στη στεριά – δεν παύει να μάχεται.

Αργότερα αρρωσταίνει. Η αρρώστια του, όμως, δεν τον εμποδίζει να γίνει Λιμενάρχης, Ειρηνοδίκης και Αστυνόμος στο νησί. Το 1827  μετείχε με το άλλο καράβι του, «Θησεύς», στην αποτυχημένη επιχείρηση του Τόμας Κόχραν κατά του αιγυπτιακού στόλου στο λιμάνι της Αλεξάνδρειας.

Ο Γεώργιος Πάνου, με το τέλος της Επανάστασης και όταν η νίκη είχε στέψει τα όπλα της Ελλάδας και οι θάλασσες και τα βουνά της ήταν πια ελεύθερα, αποσύρθηκε στο νησί του. Από την τεράστια περιουσία του μόνο ο «Σόλων» του είχε απομείνει. Ασχολήθηκε και πάλι με ναυτιλιακές εργασίες για να επανορθώσει τα οικονομικά του. Αλλά κατά κακή τύχη, το ένδοξο και ιστορικό καράβι ναυάγησε και ο άλλοτε προύχοντας κατάντησε φτωχός. Στα 1836 του απονεμήθηκε μία μικρή σύνταξη και μέχρι τα βαθιά του γηρατειά έζησε στις Σπέτσες κοντά στα παιδιά του με τη φωτογραφία του «Σόλωνα» και άλλα ενθυμήματα από τον αγώνα μέσα στο αρχοντικό του, που στολίζει σήμερα το νησί. Εκεί πέθανε, σε ηλικία 93 χρόνων, την 1η Ιουνίου 1863, τη μέρα ακριβώς που η Πολιτεία, για τις μεγάλες υπηρεσίες που πρόσφορε στον αγώνα, τον τίμησε με το  αργυρό παράσημο του Σωτήρος.

Ο τάφος του βρίσκεται στα κοιμητήρια των Αγίων Πάντων με την επιγραφή:

«Πρώτος ναύαρχος Σπετσών»

Γεώργιος Ν. Πάνου 1770 – 1863.

Αρχών της νήσου Σπετσών,

πολλά υπέρ της Εθνικής παλιγγενεσίας μοχθήσας και δαπανήσας».

 

Πηγή


  • Ηλίας Ν. Γαλέττας – Μαρίκα Β. Μπουζουμπάρδη, «Σπέτσες, Ιστορία Λαογραφία», τόμος Ά, έκδοση, Ένωση Σπετσιωτών, 2004.

Μάγερ Ιωάννης Ιάκωβος (1798-1826)

$
0
0

Μάγερ Ιωάννης Ιάκωβος (17981826)


 

Ιωάννης Ιάκωβος Μάγερ. Συλλεκτική σειρά γραμματοσήμων των ΕΛΤΑ, αφιερωμένων σε επιφανείς δημοσιογράφους, 2015.

Ο Ιωάννης Ιάκωβος Μάγερ (Johann Jacob Meyer) ήταν Ελβετός φιλέλληνας, ήρωας της Επανάστασης του 1821 και πρωτοπόρος του ελληνικού Τύπου. Γεννήθηκε στη Ζυρίχη, σπούδασε φαρμακευτική και κατόπιν ιατρική στο Φράιμπουργκ αλλά δεν ολοκλήρωσε τις σπουδές του. Με τη βοήθεια του Φιλελληνικού Κομιτάτου της Βέρνης έφτασε στην επαναστατημένη Ελλάδα. Τον Μάρτιο του 1822 έλαβε μέρος στη ναυμαχία του Κορινθιακού. Εγκαταστάθηκε στο Μεσολόγγι, έγινε ορθόδοξος και παντρεύτηκε την Αλτάνα Ιγγλέση.   Συνδέθηκε στενά με τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο όταν ήταν εκεί (1824) ως «γενικός διευθυντής» της Δυτικής Χέρσου Ελλάδας. Για ένα διάστημα υπήρξε μέλος της τριμελούς επιτροπής του Μεσολογγίου.

Το 1824 τυπώνει την εφημερίδα «Ελληνικά Χρονικά» στο πιεστήριο που έφερε ο Στάνχοπ από την Αγγλία, με τυπογράφο τον Θεσσαλονικέα Δημήτριο Μεστανέ ή Μεσθενέα.  Η εφημερίδα εκδιδόταν μέχρι το 1826, οπότε και καταστράφηκε από βομβαρδισμό κατά τη διάρκεια της πολιορκίας του Μεσολογγίου. Στο ίδιο πιεστήριο είχε τυπωθεί το 1825 ο Ύμνος εις την Ελευθερίαν του Διονυσίου Σολωμού.

 

Προσωπογραφία του Ιωάννη Ιακώβου Μάγερ, με φόντο την εφημερίδα «Ελληνικά Χρονικά».

 

Διορίστηκε το 1824 μέλος της Τριμελούς Διευθύνουσας Επιτροπής του Μεσολογγίου, αγωνιζόμενος μέχρι τέλους για τη σωτηρία της πόλης και των προσφύγων που είχαν καταφύγει εκεί. Οι ανταποκρίσεις του Μάγερ που δημοσιεύθηκαν στις ευρωπαϊκές εφημερίδες προσέφεραν τα μέγιστα στον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα των Ελλήνων.

Πολέμησε γενναία και έπεσε κατά την Έξοδο του Μεσολογγίου κοντά στη θέση Αρμυράκι. Μαζί του σφαγιάστηκαν η γυναίκα και τα δύο παιδιά τους. Το πτώμα μετέφεραν στην πόλη Μεσολογγίτες αιχμάλωτοι και ο τάφος του βρίσκεται στο Μεσολόγγι στον «Κήπο των Ηρώων».

Πηγή


  • Ελευθεροτυπία, Περιοδικό Ιστορικά, «Η έξοδος του Μεσολογγίου», τεύχος 180, 10 Απριλίου 2003.

Ρωξάνδρα Σ. Στούρτζα – Η Αγαπημένη του Ιωάννη Καποδίστρια

$
0
0

Ρωξάνδρα Σ. Στούρτζα – Η Αγαπημένη του Ιωάννη Καποδίστρια


 

«Ιωάννη, δεν ξέχασα ποτέ τον όρκο που κάναμε μαζί εκείνη την οδυνηρή ώρα της ζωής μας… Τον τήρησα, στην ουσία. Η αθέτησή μου ήταν αναγκαστική. Το ξέρεις. Ήταν ακόμη μια θυσία για σένα. Αν δεν δεχόμουν να παντρευτώ τον εξάδελφο της αυτοκράτειρας, θα σου προκαλούσα προβλήματα στο ύψιστο και υπεύθυνο αξίωμα που σου προσέφερε ο τσάρος. Ήταν μια αναγνώριση της αξίας σου. Η τιμή ήταν για εκείνον, που την αξιοποίησε για το καλό της χώρας του… Για μένα όμως ήταν μεγάλη θυσία!..», έγραφε η Ρωξάνδρα σε ένα από τα «σκόρπια φύλλα» του ημερολογίου της. Ο όρκος που είχαν πάρει, τη στιγμή που αποφάσιζαν να μη δικαιώσουν την αγάπη και την απέραντη εκτίμηση που τους συνέδεε με ένα γάμο, γιατί εκείνος είχε αποφασίσει να αφιερώσει όλες του τις ενέργειες για την απελευθέρωση και την ανοικοδόμηση της Ελλάδας, ήταν να αφιερώσουν τη ζωή τους «στη μόρφωση των Ελληνοπαίδων και στην απελευθέρωση της Πατρίδας». [1]

Ρωξάνδρα Στούρτζα.

Κόρη του Σκαρλάτου Στούρτζα, πάμπλουτου Έλληνα από το Ιάσιο της Μολδαβίας, και της Σουλτάνας Μουρούζη, κόρης του ηγεμόνα της Μολδαβίας, πρίγκιπα Κωνσταντίνου Μουρούζη, η Ρωξάνδρα γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη στις 22 Οκτωβρίου 1786. Σύντομα ο Σκαρλάτος Στούρτζας αποφάσισε να εγκαταλείψει το Ιάσιο και να εγκατασταθεί στη Λευκορωσία, σε πύργο που έκτισε για την πολυμελή οικογένειά του, μέσα σε τεράστια εδαφική έκταση. Όταν τα πέντε του παιδιά μεγάλωσαν αρκετά, εγκαταστάθηκε οριστικά στην Πετρούπολη, ώστε να μπορέσουν να τελειοποιήσουν τις σπουδές τους. Ο ίδιος διορίστηκε στη θέση του συμβούλου Επικράτειας στην Αυλή του αυτοκράτορα Αλεξάνδρου Α’. Όταν η Ρωξάνδρα έκλεισε τα 19 της χρόνια, ο πατέρας της τη σύστησε στην αυτοκρατορική Αυλή του Αλεξάνδρου και της Γερμανίδας συζύγου του Ελισάβετ. Η συγκροτημένη προσωπικότητά της και η ευγένεια του χαρακτήρα της κέρδισαν αμέσως την εκτίμηση όλων των αυλικών. «Στους υψηλούς κύκλους της Αυτοκρατορικής Αυλής… Πρίγκιπες και Δούκες και αξιωματούχοι και σοφοί ζητούσαν τη γνώμη της και τη φιλία της… Έλεγαν ότι κατείχε ένα μυστηριώδες κλειδί, που άνοιγε όλων τις καρδιές και ότι η εμπιστοσύνη που ενέπνεε επάξια τη δικαίωνε στην εκτίμηση όλων…», έγραφε ο κατά πέντε χρόνια νεότερος αδελφός της Αλέξανδρος στις αναμνήσεις του για την αδελφή του Ρωξάνδρα. Η κόμισσα Λίβεν (Lieven) επισήμανε αμέσως την αξία της Ρωξάνδρας και εισηγήθηκε να προσληφθεί ως κυρία επί των τιμών στα ανάκτορα.

Ο Κωνσταντίνος Μουρούζης, ηγεμόνας της Μολδοβλαχίας και παππούς της Ρωξάνδρας Στούρτζα. Ελαιογραφία, έργο της Ελένης Προσαλέντη, 1904. Εθνικό Ιστορικό Μουσείο.

Κατόπιν προσκλήσεως του αυτοκράτορα Αλεξάνδρου, ο οποίος εκτιμούσε τις σπάνιες διπλωματικές του ικανότητες, έφτασε το 1809, για πρώτη φορά στην Πετρούπολη, ο Κερκυραίος κόμης Ιωάννης Καποδίστριας. Ο τσάρος τον διόρισε αμέσως στο υπουργείο Εξωτερικών. Την ίδια χρονιά, ο Καποδίστριας γνώρισε τη Ρωξάνδρα. Η οικογένεια Στούρτζα παρέθετε, στο μέγαρό τους στην Πετρούπολη, δύο επίσημα γεύματα την εβδομάδα, στα οποία συχνά παραβρισκόταν και ο Καποδίστριας. Το ίδιο συχνά φιλοξενούνταν και στους ξενώνες του μεγάρου μαζί με άλλους φιλοξενούμενους. Η Ρω­ξάνδρα ερωτεύθηκε αμέσως το νεαρό Έλληνα διπλωμάτη με τη μελαγχολική έκφραση και την απόμακρη συμπεριφορά. Τον θεωρούσε όμως τόσο ανώτερό της, ώστε δεν τόλμησε ποτέ να του εκφράσει τα συναισθήματά της. «Ο κόμης Καποδίστριας», έγραφε στα Απομνημονεύματά της, [2] «ανήκει στους σπάνιους ανθρώπους, των οποίων η γνωριμία σημειώνει σταθμό στη ζωή εκείνων που τον γνωρίζουν». [3] Επί τρία ολόκληρα χρόνια οι δύο νέοι έκαναν μακρές συζητήσεις και γνωρίζονταν όλο και καλύτερα. Η σχέση τους όμως δεν ξεπέρασε τα όρια μιας βαθιάς φιλίας και μιας ακόμη βαθύτερης αλληλοεκτίμησης. Ο νεαρός Καποδίστριας είχε αποφασίσει να αφιερώσει τη ζωή του στην Ελλάδα, όπως φαίνεται από ένα γράμμα προς τον πατέρα του, όπου γράφει ότι δεν θα ήθελε να ζήσει και να πεθάνει στη Ρωσία, αλλά να υπηρετήσει τα συμφέροντα της πατρίδας του. Το Σεπτέμβριο του 1811 ο Καποδίστριας διορίστηκε στη ρωσική πρεσβεία στη Βιέννη και το Μάρτιο του 1812 διευθυντής της Γραμματείας του Διπλωματικού Τμήματος στο Βουκουρέστι. Μετά τη μάχη της Λιψίας τον Οκτώβριο του 1813, ο τσάρος τον διόρισε υπουργό Εξωτερικών της Ρωσίας και του ανέθεσε να λύσει το πρόβλημα της πολιτικής ενοποίησης της Ελβετίας, ένα πρόβλημα που δεν είχαν κατορθώσει να λύσουν όλοι οι άλλοι Ευρωπαίοι διπλωμάτες. [4]

Ρωξάνδρα Στούρτζα – Edling Λιθογραφία. Από την συλλογή του Πρίγκιπος Anatole Gagarine

Μετά την αναχώρηση του Καποδίστρια από την Πετρούπολη, η Ρωξάνδρα ένιωθε «απέραντη μοναξιά… Εκείνος, ο Ένας, ο Μόνος είναι τόσο μακριά μου…» έγραφε στα Απομνημονεύματά της. Ένιωθε την ανάγκη να φύγει από την πνιγηρή ατμόσφαιρα της Αυλής, να ταξιδέψει στην Ευρώπη, να Βρεθεί κοντύτερα στον αγαπημένο της, να τον ιδεί ακόμη μία φορά. Σύντομα ο πόθος της πραγματοποιήθηκε, όταν συνόδευσε την αυτοκράτειρα Ελισάβετ στο ταξίδι της στη Γερμανία για να συναντήσει την οικογένειά της. Στην πόλη Brouchsal η Ρωξάνδρα έλαβε το πρώτο γράμμα από τον Καποδίστρια, έπειτα από το μακρόχρονο χωρισμό τους, θα ακολουθούσαν και άλλα. Το φθινόπωρο του 1814 θα άρχιζε στη Βιέννη το Συνέδριο για την τύχη της μεταναπολεόντειας Ευρώπης. Εκεί, της είχε γράψει, θα τη συναντούσε. Η Ρω­ξάνδρα έφτασε πρώτη στη Βιέννη, όπου συναντήθηκε με τους γονείς της. Στο μέγαρο της οικογένειας Στούρτζα τη συνάντησε ο Καποδίστριας. Εκεί γράφτηκε ο δραματικός επίλογος της ανεκπλήρωτης αγάπης τους: η συμφωνία τους να μείνουν πάντα φίλοι, να συνεχίσουν τους αγώνες τους για την απελευθέρωση της πατρίδας και για τη μόρφωση των Ελληνοπαίδων, να προετοιμάσουν το μορφωμένο ανθρώπινο δυναμικό που θα επάνδρωνε το ελληνικό κράτος μετά την απελευθέρωση. Εκείνος τη βεβαίωσε ότι δεν θα παντρευόταν ποτέ καμία άλλη γυναίκα, γιατί πίστευε ότι έπρεπε μόνος να βαδίσει το δρόμο «της προσφοράς και της θυσίας προς την Πατρίδα», έγραφε η Ρωξάνδρα στα Απο­μνημονεύματά της. [5] Εκείνη όμως έπρεπε να παντρευτεί. «Απόφαση αβάσταχτης θυσίας» από τη δική της πλευρά. Παντρεύτηκε τον κόμητα Εντλινγκ (Edling), εξάδελφο της τσαρίνας, υπουργό των Εξωτερικών στην Αυλή της Βαϊμάρης, έναν άνθρωπο που δεν αγάπησε ποτέ της. Έπεισε το σύζυ­γό της να εγκατασταθούν στη Λευκορωσία, όπου βρίσκονταν τα πατρικά της κτήματα, μακριά από την Πετρούπολη, τη γεμάτη με τις αναμνήσεις του αγαπημένου της Ιωάννη.

Ο Ιωάννης Καποδίστριας, μεγάλος πλατωνικός έρωτας της Ρωξάνδρας. Προσωπογραφία από το Ρώσο ζωγράφο Orest . A. Kiprenski (1782-1836), Ρώμη 1819.

Όσο διάστημα έμενε στις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, η Ρωξάνδρα συνεργάστηκε με τον Καποδίστρια, δημιουργικά και αποτελεσματικά, για την πραγμάτωση του όρκου τους που αφορούσε την εκπαίδευση των Ελληνοπαίδων. Η Ρωξάνδρα έγινε από τα ενεργά και δραστήρια μέλη της «Φιλομούσου Εταιρείας» της Βιέννης, την οποία είχε ιδρύσει ο Καποδίστριας το 1815, με κύριο στόχο την εκπαίδευση των Ελληνοπαίδων και την απελευθέρωση της πατρίδας με τη διεθνοποίηση του ελληνικού προβλήματος, που οι Ευρωπαίοι διπλωμάτες προσπαθούσαν να παραμερίσουν για να μη συγκρουστούν με την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Η Ρωξάνδρα έγινε η στοργική μητέρα όλων των Ελλήνων που σπούδαζαν με χορηγίες του Καποδίστρια και της «Φιλομούσου Εταιρείας» σε ευρωπαϊκά πανεπιστήμια. Το μέγαρό της στη Βαϊμάρη έγινε κέντρο συγκέντρωσης των Ελλήνων σπουδαστών. Φρόντιζε για τη διαμονή τους και τις σπουδές τους, για την υγεία τους και τη διαμόρφωση του χαρακτήρα τους. Ενδεικτικό παράδειγμα της δραστηριότητας αυτής είναι η ιστορία του σπουδαστή Ιωάννη Παπαδόπουλου. Όταν ο νέος μετέφρασε από τα γερμανικά στα ελληνικά το έργο του Γκέτε Ιφιγένεια η εν Ταύροις, το 1818, η Ρωξάνδρα χορήγησε την έκδο­σή του, και όταν τον επόμενο χρόνο ο νέος αρρώστησε από φυματίωση, τον φρόντισε και του παρείχε όλα τα μέσα θεραπείας. Ο θάνατός του τη συγκλόνισε σαν μητέρα, εκείνη που δεν βίωσε ποτέ τη μητρότητα σε προσωπικό επίπεδο. [6]

 

Στούρτζα Ρωξάνδρα (1786-1844)

 

Μετά το γάμο της, με εισήγηση του Ιωάννη Καποδίστρια, ο τσάρος Αλέξανδρος παραχώρησε στη Ρωξάνδρα Στούρτζα – Εντλινγκ δέκα χιλιάδες ρωσικές δεκατίνες (100 χιλιάδες στρέμματα) «ερήμου και ακάρπου» γης, πέρα από τις κοιλάδες του Δνείπερου ποταμού, στη Βεσσαραβία, όπου κατοικούσαν νομάδες λαοί και σκηνίτες Τάρταροι σε πρωτόγονες συνθήκες ζωής, ως «ανταμοιβήν των υψηλών υπηρεσιών της στην αυτοκρατορικήν Αυλήν». Σε αυτή την άγονη έκταση, στην οποία προστέθηκαν ακόμη 60 χιλιάδες στρέμματα, τα οποία ο τσάρος είχε παραχωρήσει στον αδελφό της Αλέξανδρο και τα οποία η ίδια είχε αγοράσει, αφιέρωσε η Ρωξάνδρα τις ενέργειές της και μετέτρεψε «τον πόνο της καρδιάς της… σε έργο αγάπης για τους συνανθρώπους της…», έγραφε ο αδελφός της. Πράγματι, μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα, «η μεγαλεπήβολος εκείνη ψυχή» μετέτρεψε την άγονη εκείνη γη σε ένα εύφορο και προσοδοφόρο κτήμα, γνωστό με το όνομα Μανζύριο. Τεράστιες φυτείες με οπωροφόρα δένδρα, αμπελώνες, λαχανόκηποι, καλλιέργειες με σιτάρια και όσπρια, μελισσοκομεία, λιβάδια, όπου έβοσκαν χιλιάδες αιγοπρόβατα και αγελάδες, άλλαξαν το πρόσωπο της έρημης εκείνης γης. «Εκχέρσωσε ακαλλιέργητες εκτάσεις, έφερε νερό στην ακατοίκητη περιοχή, έκτισε κατοικίες στις κοιλάδες, ανάμεσα στους λόφους, και εγκατέστησε στις εκτάσεις αυτές πλήθος από οικογένειες εργατών, που τους πλήρωνε, γεωργούς, κτηνοτρόφους, φυτοκόμους, ποιμένες, εργάτες, οικοδόμους, τεχνίτες και άλλους παντοίας φυλής και γλώσσης κατοίκους και την ανέδειξεν καλήν αποικία», έγραφε για τη Ρωξάνδρα ο βιογράφος του αδελφού της Κωνσταντίνος ο εξ Οικονόμων. [7] Μέσα σ’ αυτή την αποικία, η Ρωξάνδρα έκτισε ορθόδοξο ναό για τον εκκλησιασμό των οικογενειών του κτήματος και των κατοίκων από τα γύρω χωριά της Βεσσαραβίας. Νοσοκομείο με γιατρούς και φαρμακείο, στο οποίο νοσηλεύονταν δωρεάν οι ένοικοι του Μανζυρίου και οι περίοικοι, σχολείο, όπου φοιτούσαν δωρεάν αγόρια και κορίτσια, ξενώνα, πτωχοκομείο και γηροκομείο, όλα ανοικτά για ασθενείς, ανάπηρους και πτωχούς.

Μια διαφορετική απεικόνιση του Ιωάννη Καποδίστρια. Από τις σπάνιες φορές που εικονίζεται ολόσωμος. Δημοσιεύεται στο έντυπο της έκθεσης της Βουλής των Ελλήνων, με τίτλο «Ιωάννης Καποδίστριας, η πορεία του στο χρόνο», 2016.

Όταν η ελληνική Επανάσταση κηρύχθηκε, η Ρωξάνδρα περίμενε με αγωνία τα γράμματα του Ιωάννη και του αδελφού της που την πληροφορούσαν για τις εξελίξεις. Όταν, περί τα μέσα του 1822, η είδηση ότι πρόσφυγες από την Ελλάδα είχαν αρχίσει να καταφθάνουν στην Οδησσό έφτασε στο Μανζύριο, η Ρωξάνδρα δεν δίστασε στιγμή. Εγκαταστάθηκε στην Οδησσό και οργάνωσε την περίθαλψη των προσφύγων. Με τη βοήθεια του αδελφού της Αλεξάνδρου, η Ρωξάνδρα μεθόδευσε το γιγάντιο έργο της διατροφής των προσφύγων με κρέατα και τρόφιμα που έρχονταν από το κτήμα της. Φρόντιζε για τη διαμονή τους, την εξεύρεση εργασίας για τους δυναμένους να εργαστούν, την περίθαλψη των γερόντων και την εκπαίδευση των παιδιών. Με φλογερά γράμματα επιχειρούσε να κινητοποιήσει τις υψηλές γνωριμίες της για συμπαράσταση στον αγώνα των Ελλήνων. Με την πρωτοβουλία του υπουργού της Παιδείας διενεργήθη έρανος, ο οποίος απέδωσε ένα εκατομμύριο ρούβλια για τη μονιμότερη περίθαλψη των προσφύγων και την εξαγορά από τη φοβερή αιχμαλωσία στην Αίγυπτο χιλιάδων Ελλήνων, κυρίως Χιωτών και Κρητικών. Με την προτροπή της Ρωξάνδρας, οι κυρίες της ανώτερης τάξης στη Μόσχα ίδρυσαν την «Ευεργετικήν Εταιρείαν», την προεδρία της οποίας ανέλαβε η ίδια. Η Εταιρεία συγκέντρωσε σημαντικά ποσά, με χα οποία έκτισαν ορφανοτροφείο για τα ορφανά Ελληνόπουλα σε προάστιο της Μόσχας. Μέσα στο χώρο του ορφανοτροφείου λειτουργούσε σχολείο για την εκπαίδευση των ορφανών. [8] Με δική της χορηγία και τη συμπαράσταση της «Ευεργετικής Εταιρείας» χτίσθηκε γυναικείο μοναστήρι, κοντά στον ελληνορθόδοξο ναό του Αρχαγγέλου Μιχαήλ στη Μόσχα, μέσα στο οποίο λειτουργούσε παρθεναγωγείο για τις κόρες των ορθοδόξων ιερέων, Ελλήνων και Ρώσων. Τα κορίτσια αυτά θα παντρεύονταν όσους από τους σπουδαστές των Εκκλησιαστικών Φροντιστηρίων της Οδησσού θα ακολουθούσαν το ιερατικό στάδιο. Με δική της πρωτοβουλία χτίστηκε σε προάστιο της Οδησσού, σε έκταση 100 στρεμμάτων, που η ίδια είχε αγοράσει, κοιμητήριο, στο οποίο ενταφιάστηκε και η ίδια, όταν πέθανε στις 16 Ιανουάριου 1844.

Εμπνευσμένη από το θάρρος του Καποδίστρια, ο οποίος τον προηγούμενο χρόνο είχε συμπαρασταθεί στα θύματα της πανούκλας, που τα στρατεύματα του Ιμπραήμ είχαν μεταδώσει στην Πελοπόννησο και τα νησιά του Σαρωνικού, η Ρωξάνδρα έμεινε κοντά στους κατοίκους του Μανζυρίου, όταν ξέσπασε και εκεί πανούκλα το 1829. Την ίδια γενναία στάση έδειξε και όταν ξέσπασε επιδημία χολέρας στην Οδησσό. Με την παρουσία της και την ενθάρρυν­σή της, μα πάνω απ’ όλα με την οργάνωση συνεργείου περιθάλψεως των ασθενών και την ενημέρωση, η Ρωξάνδρα κατάφερε να εμψυχώσει τον κόσμο να αντιμετωπίσει την επιδημία. «Σε ολόκληρη την περιοχή του Μανζυρίου και σε όλη την επαρχία της Οδησσού, το όνομα της κόμισσας Ρωξάνδρας Στούρτζα – Εντλινγκ βρισκόταν στα χείλη όλων των ανθρώπων. Το πρόφεραν με αγάπη αληθινή, με σεβασμό και με το αίσθημα της εμπιστοσύνης και της ασφάλειας» γράφουν οι βιογράφοι της. [9]

Λίγους μήνες πριν από το θάνατό της, που διαισθανόταν να έρχεται, η Ρωξάνδρα έγραψε μια σύντομη βιογραφία της μητέρας της (Vie de ma mere) και ελάχιστα σκόρπια σημειώματα. Σε κάποιο από αυτά σημείωσε με τρεμάμενο χέρι: «Ιωάννη! Δεν υπήρξες ποτέ εραστής μου!.. Τώρα, όμως, που η ζωή μου τελειώνει, μπορώ να σου ειπώ: Είσαι ο μοναδικός Άνδρας, που αγάπησα βαθιά και αιώνια. Ποτέ δεν αγάπησα άλλον, σε όλη μου τη ζωή!..». [10]

 

Υποσημειώσεις


 

[1] Ελένη Ε. Κούκου, Ιωάννης Α. Καποδίστριας Ρωξάνδρα Σ. Στούρτζα. Ιστορική Βιογραφία, Εκδ. Πατάκη, Αθήνα 2002, σ. 404.

[2] Memoires de la Comtesse R. Edling, Μόσχα 1888.

[3] Περισσότερα για τα όσα γράφει η Ρωξ. Στούρτζα για τον Καποδίστρια, Βλ. Ελένης Κούκου, Ιωάννης Α. Καποδίστριας- Ρωξάνδρα Σ. Στούρτζα, Ιστορική Βιογραφία, ό.π., σ. 82 κ.ε.

[4] Για 10 τεράστιο διπλωματικό έργο του Καποδίστρια στη Βιέννη, στο Βουκουρέστι και στην Ελβετία, βλ. Ελένης Ε. Κούκου, Ιωάννης Καποδίστριας, ο Άνθρωπος- ο Διπλωμάτης (1800-1828), Αθήνα 2001, σ. 39 κ.ε.

[5] Για λεπτομέρειες, βλ. Ελένης Ε. Κούκου, Ιωάννης Α. Καποδίστριας – Ρωξάνδρα Σ. Στούρτζα, ό.π., σ. 130-180.

[6] Για την τεράστια προσφορά του Καποδίστρια και της Ρωζάνδρας Στούρτζα προς τους Έλληνες σπουδαστές, βλ. Ελένης Ε. Κούκου, Ο Καποδίστριας και η Παιδεία, Α’ : Η Φιλόμουσος Εταιρεία της Βιέννης, Αθήνα 1958.

[7] Ελένη Ε. Κούκου, Ιωάννης Α. Καποδίστριας-Ρωξάνδρα Σ. Στρούτζα, ό.π., σ. 403.

[8] Όσα από αυτά τα παιδιά είχαν έφεση στα γράμματα αποστέλλονταν αργότερα στην Ελληνοεμπορική Σχολή Οδησσού.

[9] Βλ. Ελένη Ε. Κούκου, Ιωάννης Α. Καποδίστριας – Ρωξάνδρα Σ. Στρούτζα, ό.π., σ. 411.

[10] Στο ίδιο, σ. 628.

 

Δρ. Μαρία Αναστασοπούλου

Καθηγήτρια Αγγλικής και Συγκριτικής Λογοτεχνίας

Πανεπιστημίου Αθηνών και Μέριλαντ.

 

Ελευθεροτυπία, Περιοδικό Ιστορικά, «Γυναίκες φιλέλληνες», τεύχος 228, 18 Μαρτίου 2004.

 

Γιαννηκέσης Άγγελος (1787;-1863)

$
0
0

Γιαννηκέσης Άγγελος (1787;-1863)


 

Ο Άγγελος Γιαννηκέσης γεννήθηκε στη Ζάκυνθο, στην τελευταία δεκαετία της ενετικής κυριαρχίας, γύρω στα 1787, και κει θα περάσει τα παιδικά και εφηβικά του χρόνια, σε μια εποχή δύσκολη για την ιστορία του νησιού, όπου η μια ξένη κατοχή διαδέχεται την άλλη. Προικισμένος με οξύ και τολμηρό επιχειρηματικό μυαλό, ύστερα από μια σύντομη παραμονή του στη Μάλτα – όπου θα σχηματίσει και την πρώτη του περιουσία – θα φύγει, μαζί με τούς αδελφούς του Αναστάσιο και Διονύσιο, για την Τεργέστη, σπουδαίο τότε εμπορικό και οικονομικό κέντρο.

Είμαστε στα 1821, στις παραμονές της Ελληνικής Επανάστασης, κι ο Γιαννηκέσης γρήγορα θάρθει σ’ επαφή με τους πατριωτικούς κύκλους για την προετοιμασία του αγώνα. Ο αδελφός του Αναστάσιος, κυνηγημένος απ’ τις αυστριακές αρχές στην Τεργέστη και στην Ανκώνα, θα περάσει, μαζί με άλλους Ζακυνθινούς πατριώτες, στην Πελοπόννησο, για να πάρει ενεργό μέρος στους αγώνες. Ο Άγγελος θα κινηθεί στους κύκλους της Τεργέστης, της Ανκώνας, της Βενετίας και της Ζακύνθου, με το σκοπό να εξασφαλίσει οικονομικά μέσα και ηθική υποστήριξη για την ελληνική υπόθεση. Οι σχέσεις του με τον ευγενή Ζακυνθινό Διονύσιο Ρώμα – ψυχή της Φιλικής Εταιρείας – εγκαταστημένο στη Βενετία, είναι γνωστές· μέσω του Ρώμα άλλωστε εξηγείται και ο ιδιαίτερος ιδεολογικός και πολιτικός του δεσμός με τον Καποδίστρια. Αλλά η δυναμική του συμμετοχή στα ελληνικά πράγματα δεν θα τον εμποδίσει στις επιχειρηματικές του πρωτοβουλίες.

 

Άγγελος Γιαννηκέσης, έργο του A. Henning, 1858. Τεργέστη, Εταιρεία R.A.S.

 

Η Τεργέστη – όπου στα 1823 θα παντρευτεί την Δέσποινα Ράλλη -, μόνιμη πια κατοικία του, θα γίνει το κέντρο της οικονομικής του δραστηριότητας. Στα 1826 ιδρύει την «Αδριατική Τράπεζα Ασφαλειών» (Adriatico Banco di Assicurazioni) και το 1838 επεκτείνει το πρόγραμμα των εργασιών του με την «Αδριατική Ασφαλιστική Εταιρία» (Riunione Adriatica di Sicurta = R.A.S. ), που στη γενική του διεύθυνση και την αδιάκοπτη παρουσία του μέχρι το θάνατό του, στα 1863, οφείλει τη διεθνή της προβολή [1].

Με πρόταση του Γιαννηκέση, ιδρύονται στην Ελλάδα – σε μια μάλιστα περίοδο ιδιαίτερα κρίσιμη για τη διαμόρφωση του νεοσύστατου κράτους, ύστερα από αιώνες τουρκικής δουλείας – τα πρώτα υποκαταστήματα της εταιρίας· κι όχι μόνο στην Αθήνα, μα και στην Πάτρα και στο Ναύπλιο και στη Ζάκυνθο [2]. Αλλά οι δεσμοί του με την πατρίδα δεν σταματούν εδώ· ο Γιαννηκέσης ήταν γενικός πρόξενος της Ελλάδας στην Τεργέστη για πολλά χρόνια και δεν έλειψε ποτέ η γενναιόδωρη υλική και ηθική του συμμετοχή στα εσωτερικά της λαμπρής ελληνικής Κοινότητας [3]. Μια αξιέπαινη δραστηριότητα [4], για την οποία η Ελλάδα θα τον τιμήσει στα 1851 με το παράσημο του Χρυσού Σταυρού του Σωτήρος. Η τιμητική αυτή διάκριση λαμπρύνει το στήθος του στην προσωπογραφία που του έκανε ο Α. Henning στα 1858, η οποία ακόμη και σήμερα κοσμεί την αίθουσα συνεδριάσεων της έδρας της R.A.S. στην Τεργέστη [5]. Αλλά στην προσωπογραφία του Γερμανού ζωγράφου, δύο ακόμα λεπτομέρειες τραβούν την προσοχή μας: το φύλλο του χαρτιού πάνω στο τραπέζι, δεξιά, με τη γραπτή ένδειξη «Service Royal Consulat Grecque (sic) a Trieste» και η παρουσία της μαρμάρινης προτομής του Ιωάννη Καποδίστρια, στο βάθος της κόγχης, αριστερά.

Ο πίνακας, είναι δική του παραγγελία, για την κεντρική έδρα της εταιρίας R.A.S., με την παράκληση να διατηρηθεί πάντα στην αρχική του θέση. Ιδιαίτερα, λοιπόν, ενδιαφέρον είναι ότι, αν και πρόκειται για μια δημόσια και όχι ιδιωτική χρήση της προσωπογραφίας του, ο Γιαννηκέσης θεληματικά προβάλλει δύο στοιχεία που τα θεωρεί ουσιώδη και σχεδόν συμβολικά για την προσωπικότητά του: την ένδειξη μιας λειτουργίας στην υπηρεσία του ελληνικού κράτους απ’ την μια μεριά, και ενός ιδανικού και συναισθηματικού δεσμού με τον Καποδίστρια απ’ την άλλη.

Το 1850 ο σπουδαίος ζωγράφος Διονύσιος Τσόκος έχει ολοκληρώσει το έργο  «Η δολοφονία του Καποδιστρία», λάδι σε καμβά, διαστάσεων 1,85Χ1,24, παραγγελία από την Τεργέστη του Άγγελου Γιαννηκέση [6],  όταν το επίσημο Ελληνικό κράτος, πολύ αργότερα, στις 25 του Μάρτη 1933, θα τιμήσει τον πρώτο κυβερνήτη, μ’ ένα άγαλμα του Μιχ. Τόμπρου στο Ναύπλιο. Ο πίνακας βρίσκεται στα  γραφεία της Ελληνικής Κοινότητας της Τεργέστης.

 

Η δολοφονία του Ιωάννη Καποδίστρια. Διονύσιος Τσόκος, 1850, Λάδι σε καμβά. Ελληνική Κοινότητα Τεργέστης.

 

Ο Άγγελος Γιαννηκέσης πέθανε, στις 27 του Ιούνη 1863,  αφήνοντας στη γυναίκα του Δέσποινα Ράλλη τους πίνακες, μαζί με όλα τ’ άλλα κινητά αγαθά του και την επικαρπία των ακινήτων. Η χήρα Γιαννηκέση, που το 1878 θ’ αφιερώσει στη μνήμη του συζύγου της ένα από τα πιο ενδιαφέροντα μνημεία του ελληνορθόδοξου νεκροταφείου της Τεργέστης, έργο του γλύπτη Filippo Spaventi [7], πεθαίνει στις 30 του Δεκέμβρη 1892. Στη διαθήκη της [8] ορίζει, ανάμεσα στ’ άλλα, να πουληθεί όλη της η περιουσία με το σκοπό να συσταθεί «Ίδρυμα Αγγέλου και Δέσποινας Γιαννηκέση» που θα διαχειρίζεται η Ελληνική Κοινότητα της Τεργέστης σαν γενική κληρονόμος. Το πλούσιο διαμέρισμα των Γιαννηκέση στην οδό Campanile (σήμερα Genova) αριθ. 7 αγοράστηκε απ’ την Κοινότητα, η οποία με έξοδά της φρόντισε την εκτίμηση και την πώληση των πινάκων. Τότε πρέπει να πέρασε στην ιδιοκτησία της Κοινότητας και το έργο του Διονύσιου Τσόκου.

 

Υποσημειώσεις


 

[1] [Σημείωση Αργολικής Βιβλιοθήκης]: Η R.A.S. το  1964. Έγκριση των 125ων οικονομικών καταστάσεων της εταιρείας: η παραλαβή των ασφαλίστρων RAS ξεπέρασε τα 45 δισεκατομμύρια ITL, ενώ η συνολική αξία του ομίλου ανήλθε σε 140,3 δισεκατομμύρια ιταλικές λίρες.Το οργανωτικό δίκτυο του ομίλου RAS περιλαμβάνει 260 τμήματα, υποκαταστήματα και γραφεία, 8500 υπαλλήλους, 12.000 γραφεία, 31.000 εργαζόμενους.

[2] Βλ. Nel Primo Centenario κ.τ.λ., ό.π. σελ. 376 κ.ε.

[3] Βλ. τις φορητές ασημένιες εικόνες του Αγίου Σπυρίδωνος κα του Αγίου Νικολάου, στο τέμπλο της ορθόδοξης εκκλησίας του Αγ. Νικολάου της Τεργέστης, του εργαστηρίου του G.B. Fantini της Βενετίας, αφιερώματα του Α. Γιαννηκέση στα 1839 και 1856 (Δελτ. Χριστ. Εταιρίας, 1911, σελ. 63 και Νέα Σιών, Ζ’, 1910, σελ. 433).

[4] [Σημείωση Αργολικής Βιβλιοθήκης]: Όταν το 1851 το Δημοτικό Συμβούλιο Ανδρίτσαινας αποφάσισε την ανέγερση κτηρίου για τη στέγαση του Δημοτικού Σχολείου και γι’ αυτό το λόγο όρισε επιτροπή αποτελούμενη από τον Αλέξανδρο Ραγκαβή, Κωστή και Χαράλαμπο Χριστόπουλο, για διενέργεια εράνου. Η επιτροπή με ενέργειες πάντα του Χαράλαμπου Χριστοπούλου, έλαβε ως πυρήνα τη δωρεά Γιαννηκέση. Ο Άγγελος Γιαννηκέσης πρόξενος της Ελλάδος στην Τεργέστη είχε διαθέσει το μισθό του στον Ραγκαβή, που τον είχε διορίσει πρόξενο. Ο Ραγκαβής κατάθετε το μισθό του Γιαννηκέση στην Τράπεζα. Ο Χαράλαμπος Χριστόπουλος ως υπουργός των Εκκλησιαστικών και της Δημόσιας εκπαιδεύσεως, πέτυχε η δωρεά Γιαννηκέση να διαθέτει αποκλειστικά στην Ανδρίτσαινα. Γι’ αυτό προκάλεσε το από 15 Ιουλίου 1858 Διάταγμα. Στις 12 Ιουλίου 1861 έγινε άλλο διάταγμα, που ο μισθός Γιαννηκέση 18 χιλιάδες δραχμές, «διετίθετο υπέρ αποκαταστάσεως της δωρηθείσης εις τον Δήμον Ανδριτσαίνης βιβλιοθήκης υπό του Αγαθόφρονος Νικολοπούλου και της ιδρύσεως εκπαιδευτηρίου». Η επιτροπή διενέργησε πανελλήνιο έρανο και συνέλεξε το ποσό των 50.000 δραχμών και το κατέθεσε στην Εθνική Τράπεζα. (Ιωάννης θ. Γαργαλιάνος, «Η βασική εκπαίδευση στην Ηλεία τον 19ο αιώνα», Διδακτορική Διατριβή, Ιωάννινα 2014, σελ. 182).

[5] Βλ. Nel Primo Centenario, ό.π., πίνακας ε.κ. Ο πίνακας ( 0,88Χ1,09 ) έχει την υπογραφή του καλλιτέχνη (Thieme Becker, ό.π., XVI, 1923, σελ. 405 κ.ε.) δεξιά με κόκκινο χρώμα.

[6] Σύμφωνα με την προφορική παράδοση που η χήρα και οι κόρες του ζωγράφου Διονύσιου Τσόκου άφησαν στον εγγονό τους κ. Ιωάννη Καζιλάρη.

[7] Βλ. Thime-Becker, ό.π., XXXI, 1937, σελ. 338.

[8] Η διαθήκη γράφτηκε στις 4 του Ιούλη 1889 και δημοσιεύτηκε στις 30 του Σεπτέμβρη 1892 στην I.R. Pretura Urbana Civile της Τεργέστης. Αντίγραφο της υπάρχει στην Ελλ. Κοινότητα. Το άρθρο 29 είναι σχετικό με τους πίνακες, για τους οποίους βλ. και Πρωτ. 2313 της 17/2/1893, 2348 της 4/3/1893, 2393 της 27/4/1893, και 3142 της 28/12/1895 του αρχείου της Κοινότητας. Βλ. Archivio di Stato di Trieste, Tribunale Provinciale Atti Civili, Busta 1004: Κατάλογος πινάκων όπου αναφέρεται και η «Δολοφονία» της Τεργέστης.

 

Πηγή


  • Κατερίνα Σπετσιέρη – Beschi , «Η Δολοφονία του Ιωάννη Καποδίστρια και ο ζωγράφος Διονύσιος Τσόκος», περιοδικό Ζυγός αρ.22-23, Σεπτέμβριος – Δεκέμβριος, 1976.

 


Κίτσος Τζαβέλας (1800 ή 1801 -1855)

$
0
0

Κίτσος (Κυριάκος) Τζαβέλας (1800 ή 1801 1855)


 

Αγωνιστής του 1821 και πρωθυπουργός, δευτερότοκος γιος του Φώτου Τζαβέλα και εγγονός του Λάμπρου Τζαβέλα και της Μόσχως. Γεννήθηκε στο Σούλι. Μεγάλωσε στην Κέρκυρα όπου κατέφυγε η οικογένειά του όταν καταλήφθηκε το Σούλι το 1803 από τον Αλή Πασά. Ανακηρύχτηκε καπετάνιος – αρχηγός, σε ηλικία μόλις 19 χρονών. Μετά την κήρυξη της Επανάστασης το 1821 έλαβε μέρος σε πολλές και σημαντικές μάχες: Βραχώρι, Πλάκα, Μεσολόγγι, Καρπενήσι, Καλιακούδα, Άμπιανη και Δίστομο. Κατά την πρώτη πολιορκία του Μεσολογγίου το 1822 πολέμησε στο πλευρό του Μάρκου Μπότσαρη μαζί με 35 Σουλιώτες. Στις 7 Αυγούστου 1825 μπήκε στο πολιορκημένο Μεσολόγγι και όταν ο Κιουταχής απείλησε το μικρό νησί Κλείσοβα το Μάρτιο του 1826 ο Τζαβέλας έσπευσε με λίγους άνδρες να ενισχύσει την άμυνά του.

 

Κίτσος Τζαβέλας. Λιθογραφία. Σχέδιο του Καρλ Κράτσαϊζεν.

 

Τζαβέλας Κίτσος, λιθογραφία.

 

Κίτσος Τζαβέλλας

 

Πρωταγωνίστησε κατά την Έξοδο του Μεσολογγίου επικεφαλής 2.500 ανδρών, από τους οποίους σώθηκαν μόνο 1.300 και κατέφυγε στα Σάλωνα (Άμφισσα). Το 1827, πολέμησε στην Αττική με τον Γ. Καραϊσκάκη, μετά το θάνατο του οποίου διορίστηκε αρχηγός του στρατοπέδου στον Πειραιά.  Υπήρξε πιστός στον Καποδίστρια. Διατέλεσε υπουργός Στρατιωτικών στην κυβέρνηση Κωλέττη το 1843 και πρωθυπουργός (1847- 48). Τον επόμενο χρόνο έγινε υπουργός Στρατιωτικών και το 1853 πήρε τον τίτλο του αντιστράτηγου. Ανέλαβε την ηγεσία των επιχειρήσεων στην Ήπειρο κατά τον αγώνα των αλύτρωτων περιοχών το 1854 και πέθανε τον επόμενο χρόνο στην Αθήνα.

 

Πηγή


  • Ελευθεροτυπία, Περιοδικό Ιστορικά, «Η έξοδος του Μεσολογγίου», τεύχος 180, 10 Απριλίου 2003.

 

Αινιάν Δημήτριος (1800-1881)

$
0
0

Αινιάν Δημήτριος (1800-1881)


 

Εις τοσούτον μικρόν και αρτισύστατον κράτος, οποίον είναι το εδικόν μας, και κατά τον δρόμον, τον οποίον τρέχουν οι νέοι μας, αλοίμονον εις εκείνους, οίτινες δεν θέλουν έχει κανένα άλλον τρόπον ζωής παρά την υπαλληλίαν! και αλοίμονον εις το έθνος, το οποίον θέλει επιφορτισθή τοσούτον πλήθος αρχολιπάρων και υπουργηματοθηρών! ή θέλουν ευρεθή ούτοι εις την ανάγκην τίς του άλλου πλειότερον να εξαχρειωθή ενώπιον της εξουσίας, ή θέλουν σύρει την κοινωνίαν εις όχι ασημάντους περισπασμούς, μη δυνάμενοι να έχωσιν οικείαν ύπαρξιν.  

(Αινιάν Δημήτριος – «Ο μαθητής» ή «Ο υιός του Γερονίκου», 1852. Μεγάλη εγκυκλοπαίδεια της νεοελληνικής λογοτεχνίας, Α΄. Εκδοτικός οίκος Χάρη Πάτση, 1968. 266).

 

Ο Δημήτριος Οικονόμου (Ψευδώνυμο: Αινιάν Δημήτριος), αγωνιστής της επανάστασης του 1821, λόγιος, δικαστικός και πολιτικός, γεννήθηκε στο Μαυρίλο του Τυμφρηστού (Φθιώτιδα), τελευταίο παιδί του παπα – Ζαχαρία Οικονόμου. Το Αινιάν προήλθε από υιοθέτηση του επιθέτου Αινιάν [= Φωκιδεύς] – άγνωστο πότε – από τον πατέρα της οικογένειας.

 

«Είμαι υιός υστερότοκος του Ζαχαρία Αινιάνος καταγομένου εκ Μαυρίλου του δήμου Τυμφρηστού της επαρχίας Φθιώτιδος. Εγεννήθην τη 21 Νοεμβρίου του 1800 έτος».

 

Το 1806 εγκαταστάθηκε με τους δικούς του στην Κωνσταντινούπολη. Εκεί ο πατέρας διορίστηκε διευθυντής στη Σχολή του Γένους στα Θεραπειά, όπου φοίτησε ο Δημήτριος, και στη συνέχεια στη Σχολή της Ξηράς Κρήνης (Κουρού Τσεσμέ). Το 1818 μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία, μέλη της οποίας ήταν ήδη ο πατέρας και τα δύο αδέρφια του Γεώργιος και Χριστόδουλος.

Η  έκρηξη της επανάστασης βρήκε τον Δημήτριο Αινιάνα στην Κωνσταντινούπολη. Εκεί είδε με τα μάτια του τις σφαγές του ελληνικού στοιχείου από τους Τούρκους. Αποκόπηκε από τη οικογένεια του, κυνηγήθηκε, κρύφτηκε, δεινοπάθησε και μεταχειρίστηκε όλα τα μέσα για να φτάσει στην επαναστατημένη Ελλάδα. Από τη Κωνσταντινούπολη κατόρθωσε και πέρασε κρυφά στην Οδησσό. Εκεί παρέμεινε οκτώ μήνες ώσπου να ρυθμιστεί διπλωματικά το ζήτημα μεταξύ Ρωσίας και Αυστρίας και να επιτραπεί το ταξίδι Ελλήνων προσφύγων στην πατρίδα τους δια μέσου της Ευρώπης. Ο Δημήτριος Αινιάνας αφού πέρασε από την Αυστρία κατέληξε στο Λιβόρνο της Ιταλίας κέντρο του Ελληνικού εταιριστικού κινήματος και έφτασε στην Ύδρα κατά το τέλος του 1822. Ύστερα πήγε στην Ερμιόνη όπου βρισκόταν η Κεντρική διοίκηση, από εκεί στο Άργος και στην Βοστίτσα (Αίγιο)  προς αναζήτηση του αδελφού του.  Από το Αίγιο ο Δημήτριος Αινιάνας πέρασε στην Ρούμελη πατώντας με ιδιαίτερη συγκίνηση τα χώματα της.

Δημήτριος Αινιάν (1800-1881). Ελαιογραφία Γ. Παπαδήμα. Αθήνα, Εθνικό Ιστορικό Μουσείο.

Ο Δημήτριος Αινιάν πήρε ενεργό μέρος στον Αγώνα, αρχικά ως απλός στρατιώτης και στη συνέχεια ως γραμματέας του Εκτελεστικού και της Επιτροπής της Εθνοσυνέλευσης και ως γραμματικός του Γεώργιου Καραϊσκάκη (από το 1826).

Στο ελεύθερο ελληνικό κράτος διετέλεσε γραμματέας του εκτάκτου Επιτρόπου Αχαΐας, μέλος του Εφετείου των Νήσων (κατά τη διακυβέρνηση Καποδίστρια) και πρόεδρος πρωτοδικών στη Λαμία, θέση από την οποία παραιτήθηκε το 1835, μετά από έκφραση δυσπιστίας του Όθωνα προς το πρόσωπό του. Αποσύρθηκε στο κτήμα του στην Υπάτη και ανέπτυξε γεωργική αλλά και πολιτική δράση ενάντια του καθεστώτος. Αποτέλεσμα της τελευταίας ήταν η λεηλασία του σπιτιού του, η δυσμένεια του Παλατιού και έντονα οικονομικά προβλήματα.

Το 1850 εκλέχτηκε βουλευτής, μετά από ακύρωση της εκλογής του από το παλάτι όμως, έφυγε για την Αθήνα. Εκεί ανέπτυξε εκδοτική και δημοσιογραφική δραστηριότητα (εκδότης και συντάκτης του περιοδικού «Βιβλιοθήκη του Λαού» και συνεργάτης στις εφημερίδες Αθηνά και Το Πανελλήνιον), ενώ παράλληλα εργάστηκε ως Πάρεδρος του Ελεγκτικού Συνεδρίου και τμηματάρχης του Υπουργείου Εσωτερικών.

Με πολύ κόπο κατόρθωσε να εξασφαλίσει πενιχρή κρατική σύνταξη και το 1863 (μετά την εκθρόνιση του Όθωνα) εκλέχτηκε πληρεξούσιος της Φθιώτιδος στη Β΄ Εθνική Συνέλευση. Με ενδιάμεσες μετακινήσεις μεταξύ Αθήνας και Υπάτης εγκαταστάθηκε τελικά το 1878 στην πρωτεύουσα, όπου πέρασε το υπόλοιπο της ζωής του πάμφτωχος. Πέθανε στη Στυλίδα.

Η ζωή του Δημητρίου Αινιάνος χαρακτηρίζεται θεμελιωδώς από την αγωνία του για την πρόοδο του ελληνικού λαού. Κατά τη διάρκεια της ενασχόλησής του με την πολιτική φρόντισε για την ίδρυση τυπογραφείων, βιβλιοδετείων και σχολείων στην ελληνική επαρχία και αρνήθηκε να υποχωρήσει σε τακτικές ψηφοθηρίας και πελατειακών σχέσεων.

Στα γράμματα πρωτοεμφανίστηκε με τη δημοσίευση του ποιήματος «Ωδή στο Μεσολόγγι» στην εφημερίδα «Γενική Εφημερίς της Ελλάδος την ημέρα της Εξόδου», ενώ το σύνολο του συγγραφικού έργου του περιλαμβάνει επίσης γλωσσολογικές, βιογραφικές, γεωπονικές και ιστορικές μελέτες και στο χώρο της λογοτεχνίας διηγήματα, τα περισσότερα δημοσιευμένα στο περιοδικό του Αινιάνος Βιβλιοθήκη του Λαού.

Το διηγηματικό έργο του Δημητρίου Αινιάνος κινείται στο χώρο της κοινωνικής πεζογραφίας, με ιδιαίτερη αναφορά στις συνθήκες ζωής των αγροτικών πληθυσμών. Βασικά χαρακτηριστικά του έργου του είναι η ρεαλιστική γραφή, ο κοινωνικοπολιτικός προβληματισμός και η συνειδητή στράτευση στην υπηρεσία του διδακτισμού και του ηθικού παραδειγματισμού με συνακόλουθη αποφυγή οποιουδήποτε λογοτεχνικού ύφους.

Έργα του Αινιάνος εκτός από την από την «Βιογραφία του Γ. Καραϊσκάκη» και τη «Βιβλιοθήκη του Λαού» είναι η «Γραμματική της ομιλουμένης γλώσσας» (1853), το «Λεξικό της ομιλουμένης γλώσσας», (1864 ανέκδοτο και σήμερα χαμένο), «Ρακίνα», Λαμία, 1837 (ανώνυμη έκδοση, μετάφραση), «Αγρονομικά», Χαλκίδα, 1833 (ανώνυμη έκδοση), «Πραγματεία περί συκαμινοφυτείας και μεταξοσκωληκοτροφίας», Αθήνα, 1857,  «Χριστιανική ηθική» 1859, «Αγρονομία στοιχειώδης», Αθήνα, 1861, «Υπόμνημα προς την εν Αθήναις Β’ Εθνικήν Συνέλευσιν διαθέτου των εθνικών γαιών», Αθήνα, 1863, «Περί του Ανατολικού ζητήματος», 1876, η «Βιογραφία του Παλαιών Πατρών Γερμανού»  (εργασία η οποία έχει χαθε), «Αναμνήσεις θερινής νυκτός εν Υπάτη»,  Αθήνα, 1870,  «Έμπορος Μάρκος» που εκδόθηκε μετά τον θάνατο του,  «Βρυκόλακας», «Παμύθιον», «Γερογιάννη», «Ο υιός της χήρας», Μαθητής», «Διδασκάλισσα»,  «Καϊριστή», «Υιόν του Γερονίκου», καθώς και άλλες βιογραφίες, διηγήματα και μεταφράσεις  κυρίως από τα γαλλικά.   Έγραψε και την αυτοβιογραφία του που εκδόθηκε μετά τον θάνατο του.

Αλλά το ιστορικό ενδιαφέρον του Δημητρίου Αινιάνα δεν περιορίστηκε μόνο στα παραπάνω μελετήματα.  Έγραψε για άλλα πολυσήμαντα εθνικά θέματα του ελληνικού αγώνα όπως και για πολλές σημαντικές στρατιωτικές επιτυχίες των ελλήνων κατά την διάρκεια της επανάστασης: «Περί του Ελληνικού Ναυτικού», «Η μάχη στα Βασιλικά», «Η άλωση της Τριπολιτσάς», «Η πτώση του Μεσολογγίου», καθώς και την χαρακτηριστικότατη περιγραφή της καταστροφής των Τούρκων στην Αράχοβα, δημοσιευμένη με τον γενικό τίτλο «Ήθη και έθιμα των Ελλήνων και πράξεις και πράξεις κατά την επανάσταση» που κατά κάποιον τρόπο αποτελεί συμπλήρωμα της βιογραφίας του Γεωργίου Καραϊσκάκη.

 

Πηγές


  • Εθνικό Κέντρο Βιβλίου
  • Γιώργος Καλλιώρας, ιστότοπος olykos

 

Ενδεικτική Βιβλιογραφία


 

  • Βαλέτας Γιώργος, Εισαγωγή στην έκδοση Δημητρίου Αινιάνος Άπαντα, σ.3-6. Αθήνα, Άτλας, 1962.
    • Γκιόλιας Μάρκος, «Αινιάν Δημήτριος», Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας1. Αθήνα, Χάρη Πάτση, 1968.
    • Καγιαλής Τάκης, «Ένας συμπαθητικός άνθρωπος του 19ου αιώνα», Το Βήμα, 5/2/1995.
    • Καγιαλής Τάκης, «Η κοινωνική πεζογραφία του Δημητρίου Αινιάνος», Το Βήμα, 26/2/1995.
    • Καγιαλής Τάκης, «Δημήτριος Αινιάν», Η παλαιότερη πεζογραφία μας· Από τις αρχές της ως τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο Δ’ 1830-1880, σ.116-133. Αθήνα, Σοκόλης, 1996.
    • Καψάλης Γερ. Δ., «Αινιάνες», Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια. Αθήνα, Πυρσός, 1927.
    • Λάππας Τάκης, Ρουμελιώτες στην επανάσταση Β΄ Δημήτριος Αινιάνας, Γερο – Πανουριάς, σ.5-14. Αθήνα, 1958.
    • Μαζαράκης Ι. Κ. Αινιάν, «Χρονολόγιο – Εισαγωγή», Δημητρίου Αινιάν, Ο Καραϊσκάκης. Αθήνα, Ερμής, 1974.
    • Μαζαράκης – Αινιάν Ιωάννης, «Αινιάν Δημήτριος», Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό1. Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1983.

Παπαδημητρίου Άλκηστις

$
0
0

Παπαδημητρίου Άλκηστις


  

Άλκηστις Παπαδημητρίου

Η δρ. Άλκηστις Παπαδημητρίου γεννήθηκε στην Αθήνα. Είναι αρχαιολόγος, Διευθύντρια της Εφορείας Αρχαιοτήτων Αργολίδας και συγγραφέας. Σπούδασε Ιστορία και Αρχαιολογία στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών. Πραγματοποίησε μεταπτυχιακές σπουδές Κλασικής Αρχαιολογίας, Προϊστορικής Αρχαιολογίας και Αρχαίας Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Albert – Ludwig του Freiburg της Γερμανίας, όπου εκπόνησε τη διδακτορική της διατριβή με τίτλο: «Die früheisenzeitliche bemalte Keramik aus Tiryns» (Η γραπτή κεραμεική της Πρώιμης Εποχής του Σιδήρου από την Τίρυνθα). Υπήρξε υπότροφος της Γερμανικής Υπηρεσίας Ακαδημαϊκών Ανταλλαγών (DAAD) και του Γερμανικού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου. Ως φοιτήτρια συμμετείχε σε πανεπιστημιακές ανασκαφές στη Βασιλική Ιεράπετρας στην Κρήτη, στη Γρόττα Νάξου και στο ιερό του Απόλλωνος Μαλεάτα στην Επίδαυρο.

Μετά την απόκτηση του διδακτορικού της τίτλου διετέλεσε επί σειρά ετών (1987-1991) επιστημονική συνεργάτης στις ανασκαφές του Γερμανικού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου στην Τίρυνθα υπό τη διεύθυνση του καθηγητή Klaus Kilian.

Από το 1991 έως σήμερα υπηρετεί στη Δ΄ Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων του Υπουργείου Πολιτισμού και Αθλητισμού. Ως «μάχιμη αρχαιολόγος» έχει διενεργήσει μεγάλο αριθμό σωστικών ανασκαφών στο Άργος, την Τίρυνθα και την Ερμιόνη (ο αριθμός των ανασκαφών ανέρχεται στις 320 και συνεχώς αυξάνεται).

Πέρα από το πλούσιο ανασκαφικό της έργο, η Άλκηστις Παπαδημητρίου έχει να επιδείξει έντονη δραστηριότητα στο χώρο της Μουσειολογίας και της ανάδειξης της πολιτιστικής μας κληρονομιάς. Συγκεκριμένα:

  • Υλοποίησε το πρόγραμμα απογραφής και ταξινόμησης των αποθηκών του Αρχαιολογικού Μουσείου του Άργους.
  • Συμμετείχε στην ομάδα εργασίας για την έκθεση του νέου Αρχαιολογικού Μουσείου Μυκηνών.
  • Ήταν υπεύθυνη για την υποβολή φακέλου ένταξης των Μυκηνών και της Τίρυνθας στον κατάλογο των Μνημείων Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς της Unesco. Επίσης, υπήρξε επικεφαλής του προγράμματος αποκατάστασης και ανάδειξης του αρχαιολογικού χώρου της Τίρυνθας που χρηματοδοτήθηκε από το Β΄ και Γ΄ΚΠΣ.
  • Κατά τα έτη 2003-2004 ήταν επιβλέπουσα του έργου «στερέωση-αποκατάσταση του αρχαίου θεάτρου Άργους», ενώ από το 2004 έως το 2009 ήταν υπεύθυνη για τις καλλιτεχνικές εκδηλώσεις που διοργανώνονταν στο συγκεκριμένο θέατρο σε συνεργασία με το Δήμο του Άργους.

Για τη σημαντική προσφορά και το πολυετές έργο της στον τομέα της προστασίας και ανάδειξης της πολιτιστικής μας κληρονομιάς, η δρ. Α. Παπαδημητρίου τιμήθηκε με βραβείο από το Δήμο Άργους και τη Νομαρχία Αργολίδας κατά τα έτη 2003 και 2004 αντίστοιχα. Στις 8 Μαρτίου 2018, Ημέρα της Γυναίκας, τιμήθηκε από το Δήμο Ναυπλιέων για το αρχαιολογικό και ανασκαφικό της έργο, και την προσφορά της στον πολιτισμό.

Η Α. Παπαδημητρίου είναι αντεπιστέλλον μέλος του Γερμανικού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου και τακτικό μέλος της Επιστημονικής Επιτροπής Μυκηνών, του Τοπικού Συμβουλίου Μνημείων Πελοποννήσου, του Εθνικού Συμβουλίου Μουσείων, καθώς και του Κεντρικού Αρχαιολογικού Συμβουλίου. Στο διάστημα 2005-2011 διετέλεσε ταμίας, αντιπρόεδρος και γενική γραμματέας του Συλλόγου Ελλήνων Αρχαιολόγων.

 

Εργογραφία

Η δρ. Α. Παπαδημητρίου έχει να επιδείξει ένα εκτενές συγγραφικό και επιστημονικό έργο στην ελληνική, αγγλική και γερμανική γλώσσα.

 

Βιβλία

  • «Μυκήνες», Εκδόσεις Ιδρύματος Λάτση, Ο κύκλος των Μουσείων, Αθήνα 2015.
  • Π. Πάντος, Α. Παπαδημητρίου, Α. Κόσσυβα, «Οι Αρχαιολόγοι στην Ελλάδα: Συλλογή πληροφοριών για την Αγορά Εργασίας και Περιγραφή του Επαγγέλματος 2007-2008», Αθήνα 2008.
  • «Τουριστικός οδηγός του Δήμου της Νέας Τίρυνθας», Αργολίδα 2005.
  • «Τίρυνς. Ιστορικός και Αρχαιολογικός οδηγός», Αθήνα 2000.
  • «Die früheisenzeitliche bemalte Keramik aus Tiryns» (Διδακτορική Διατριβή Πανεπιστημίου του Freiburg 1987).

 

Άρθρα (επιλεκτικά)

  • Maran, A. Papadimitriou & U. Thaler, “Palatial wall paintings from Tiryns. New finds and new perspectives” στο: A.-L. Schallin & I. Tournavitou (επιμ.), Mycenaeans up to date.The archaeology of the north-eastern Peloponnese – current concepts and new directions, Stockholm 2015, 99-116.
  • «Στερέωση, συντήρηση, ανάδειξη της Κάτω Ακρόπολης της Τίρυνθας» στο: Το Παρόν και το Μέλλον των Μνημείων μας. Πολιτιστική Κληρονομιά και Γ΄ Κοινοτικό Πλαίσιο Στήριξης. Η προσφορά της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας στην κοινωνία των πολιτών: 5ο συνέδριο, Θεσσαλονίκη 2007, 308-309.
  • «Αρχαιολογικά ευρήματα από την Ερμιόνη», Ναύδετο 4, 2007, 92-95.
  • J. Maran – A. Papadimitriou, «Forschungen im Stadtgebiet von Tiryns 1999-2002», Archäologischer Anzeiger 2006, 97-169.
  • «The Early Iron Age in the Argolid: Some new aspects» στο: S. Deger-Jalkotzy – I. Lemos (επιμ.), Ancient Greece: From the Mycenaean Palaces to the Age of Homer, Edinburgh 2006, 531-547.
  • «Υπομυκηναϊκή και πρωτογεωμετρική κεραμεική στο Άργος» και «Οργάνωση αποθηκών Μουσείου Αργους» στο: Α΄ Αρχαιολογική Σύνοδος Νότιας και Δυτικής Ελλάδος: Πάτρα 9-12 Ιουνίου 1996. Πρακτικά. Αθήνα 2006, 281-288, 349-354.
  • «Οι νέοι χαλκοί ενεπίγραφοι πίνακες από το Αργος» στο: Αργειακή γη. Επιστημονική και λογοτεχνική έκδοση του Πνευματικού Κέντρου του Δήμου Αργους, Αργος 2004, 37-51.
  • «Οι υπομυκηναϊκοί και πρωτογεωμετρικοί τάφοι της Τίρυνθας. Ανάλυση και ερμηνεία», στο Α.Γ. Βλαχόπουλος (επιμ.), Αργοναύτης. Τιμητικός τόμος για τον Καθηγητή Χρίστο Γ. Ντούμα από τους μαθητές του στο Πανεπιστήμιο Αθηνών (1980-2000), Αθήνα 2003, 713-727.
  • Τα λήμματα «Το νέο αρχαιολογικό μουσείο Μυκηνών» και «Τίρυνθα» στο: Ελλάδα, Προϊστορικά και Κλασικά μνημεία. Παγκόσμια Πολιτιστική Κληρονομιά, Αθήνα 2002, 16 και 176-191.
  • «Η οικιστική εξέλιξη της Τίρυνθας μετά τη μυκηναϊκή εποχή. Τα αρχαιολογικά ευρήματα και η ιστορική τους ερμηνεία», στο: Αργος και Αργολίδα, τοπογραφία και πολεοδομία. Πρακτικά διεθνούς συνεδρίου Αθήνα-Αργος 28/4-1/5/1990 (εκδ. A. Pariente & G. Touchais, 1998, 117-130.
  • Μια πρώιμη χάλκινη φωκική κοπή» στο: Ευ. Κυπραίου (επιμ.), Χαρακτήρ: Αφιέρωμα στη Μαντώ Οικονομίδου, Αθήνα 1996, 225-230.
  • «Bericht zur früheisenzeitlichen Keramik aus der Unterburg von Tiryns», Archäologischer Anzeiger 1982, 227-243.

 

Πηγή


  • Μαρία Μικεδάκη, Επίκουρη Καθηγήτρια Αρχαίου Θεάτρου, «Άλκηστις Παπαδημητρίου: Η Συγγραφέας πίσω από την Αρχαιολόγο», Συμπόσιο για τους συγγραφείς της Αργολίδας,  Ναύπλιο, 2016.

Ο «χρηστός πολιτευτής» Φίλιππος Π. Βάρβογλης

$
0
0

Ο «χρηστός πολιτευτής» Φίλιππος Π. Βάρβογλης © Σοφία Μπελόκα, Δρ. Ιστορίας


 

Μετά το 1862 και τη μεταβολή του πολιτικού τοπίου στο ελληνικό κράτος, την κατάρτιση του νέου συντάγματος καθώς και του νέου εκλογικού νόμου, διαμορφώθηκαν διαφορετικές συνθήκες θεσμικής οργάνωσης, νέοι όροι λειτουργίας στην πολιτική ζωή του τόπου και στο πεδίο του διευρυμένου πλέον κοινοβουλευτικού θεσμού, στη βάση σύνθετων, διεθνών συσχετισμών ισχύος και πιεστικών εσωτερικών θεμάτων. Στο πλαίσιο μεταβολής του ελληνικού πολιτικού συστήματος και του κύριου αντιπροσωπευτικού οργάνου του, νέα πρόσωπα αναδείχθηκαν στην εσωτερική πολιτική ζωή. Σε μια από τις σημαντικές περιοχές της ενδοχώρας, την Αρκαδία, πολιτευτές που εξέφραζαν μια νέα δυναμική αναδείχθηκαν σε σημαντικούς παράγοντες, με επιρροή που ξεπερνούσε τα όρια της ιδιαίτερης πατρίδας τους.

 

Φίλιππος Βάρβογλης (1835-1907), τσιγκογραφία. Πηγή: Πανδέκτης.

Ο Φίλιππος Βάρβογλης γεννήθηκε το 1835 στην Τρίπολη Αρκαδίας και σπούδασε νομικά [1]. Προερχόταν από επιφανή και δημοφιλή οικογένεια της πόλης, μέλη της οποίας έλαβαν ενεργά μέρος στον αγώνα της ελληνικής ανεξαρτησίας καθώς και στον πολιτικό βίο του τόπου, εκπροσωπώντας επανειλημμένα την περιοχή τους. Ο πατέρας του, Παναγιώτης Βάρβογλης [2], γεννήθηκε το 1799 στην Τρίπολη. Σπούδασε νομικά, μαθηματικά και ιατρική. Μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία και με την έναρξη της ελληνικής επανάστασης δραστηριοποιήθηκε έντονα, διαδραματίζοντας σημαντικό ρόλο στην προπαρασκευή, στην οργάνωση των επιχειρήσεων στην επαρχία της Τρίπολης. Κατά την καποδιστριακή περίοδο του προσφέρθηκαν σημαντικές θέσεις. Κατά την πρώιμη οθωνική περίοδο σταδιοδρόμησε στον δικαστικό κλάδο. Στη συνέχεια στράφηκε στη δικηγορία αλλά και στην πολιτική. Αναδείχθηκε επανειλημμένα βουλευτής της περιφέρειάς του. Διετέλεσε επίσης υπουργός σε πολλά κυβερνητικά σχήματα της οθωνικής εποχής. Απεβίωσε το 1870. Ο παππούς του Φιλίππου, Γεώργιος Βάρβογλης [3], προερχόταν από εύπορη οικογένεια εμπόρων. Μέλη της είχαν εγκατασταθεί στην Τρίπολη από την προεπαναστατική περίοδο και έλαβαν ενεργά μέρος στην ελληνική επανάσταση του 1821. Ο Γεώργιος εγκαταστάθηκε επίσης στην αρκαδική πρωτεύουσα, όπου αναδείχθηκε προεστός και βεκίλης. Μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία και στο πλαίσιο της προπαρασκευής του αγώνα της ελληνικής ανεξαρτησίας δραστηριοποιήθηκε έντονα στην επαρχία της Τρίπολης. Συνελήφθη και φυλακίστηκε από τις οθωμανικές αρχές μαζί με άλλους αρχιερείς και προύχοντες. Κατόρθωσε να διαφύγει και στη συνέχεια διαδραμάτισε σημαντικό οργανωτικό, διοικητικό, πολιτικό ρόλο (τόσο στο πλαίσιο των ευρύτερων, κρίσιμων εξελίξεων όσο και σε επίπεδο αντιπροσώπευσης των κατοίκων της επαρχίας του) έως τον θάνατό του (το 1826). Εξαιρετικά δημοφιλής φαίνεται ότι υπήρξε και ο εγγονός του, Φίλιππος Βάρβογλης. Είχε κερδίσει την εμπιστοσύνη των συμπολιτών του στην αστική κοινότητα της Τρίπολης. Όπως αναφέρεται χαρακτηριστικά σε σύγχρονη της εποχής πηγή που αποτυπώνει την πορεία του «Η πόρτα της οικίας του Φιλίππου Βάρβογλη είναι ανοικτή εις πάντας˙ οι αδικούμενοι ευρίσκουσιν εκεί νόμιμον προστασίαν και παραμυθίαν, ουδείς δε ποτέ επένθησεν εξ αιτίας του» [4].

Η δημοτικότητά του αποδείχθηκε και στο πλαίσιο της μακράς πολιτικής σταδιοδρομίας του. Ειδικότερα, από το 1865 έως τον θάνατό του αναδείχθηκε δώδεκα φορές βουλευτής της εκλογικής περιφέρειας της Τρίπολης, της επαρχίας Μαντινείας, συχνότητα που αντανακλά την εμπιστοσύνη, την υποστήριξη των κατοίκων της ιδιαίτερης πατρίδας του αλλά και της ευρύτερης επαρχίας, της αρκαδικής περιοχής προς το πρόσωπό του. Ειδικότερα, υπηρέτησε κατά την τέταρτη κοινοβουλευτική περίοδο (26 Φεβρουαρίου 1872-29 Νοεμβρίου 1872), κατά την πέμπτη (27 Ιανουαρίου 1873-26 Απριλίου 1874), την έβδομη (18 Ιουλίου 1875-17 Ιουλίου 1879), την ένατη (20 Δεκεμβρίου 1881-11 Φεβρουαρίου 1885), κατά τη δέκατη περίοδο (7 Απριλίου 1885-6 Νοεμβρίου 1886), την ενδέκατη (4 Ιανουαρίου 1887-17 Αυγούστου 1890), τη δωδέκατη (14 Οκτωβρίου 1890-12 Μαρτίου 1892), τη δέκατη τρίτη (3 Μαΐου 1892-20 Φεβρουαρίου 1895), τη δέκατη τέταρτη (16 Απριλίου 1895-9 Δεκεμβρίου 1898), τη δέκατη πέμπτη (7 Φεβρουαρίου 1899-19 Σεπτεμβρίου 1902), τη δέκατη έβδομη (20 Φεβρουαρίου 1905-1 Φεβρουαρίου 1906) και τη δέκατη όγδοη (από τις 26 Μαρτίου 1906 έως τον θάνατό του) [5].

Σχετικά με τον πολιτικό προσανατολισμό και την κομματική ένταξή του [6] κατά τη μακρά πορεία του εκτιμάται ότι, ως βουλευτής, αρχικά ακολούθησε τον Δημήτριο Βούλγαρη. Μετά τον θάνατο του τελευταίου εντάχθηκε στην πολιτική μερίδα του Θεόδωρου Π. Δηλιγιάννη [7], ο οποίος φαίνεται ότι τον εκτιμούσε ιδιαίτερα. Ο Φίλιππος συμπορευόταν σταθερά με τον Γορτύνιο πολιτικό, ως ένας από τους παλαιότερους φίλους και υποστηρικτές του. Η παρουσία του, η δραστηριότητά του αναφορικά με την εκπροσώπηση των κατοίκων της επαρχίας του, της εκλογικής περιφέρειας της Τρίπολης, αποτιμάται θετικά από την κοινότητα, από την τοπική κοινή γνώμη. Σύμφωνα με καταγραφές της εποχής [8], ο Φίλιππος εκτιμάται ότι φρόντισε ιδιαίτερα για την ίδρυση δημοτικών σχολείων αρρένων στην επαρχία. Ενίσχυσε επίσης τη σύσταση σχολείων θηλέων σε πολλούς δήμους της περιφέρειάς του, της επαρχίας Μαντινείας. Ενθάρρυνε επίσης και την ίδρυση σχολείων μέσης εκπαίδευσης στην ίδια περιοχή. Επιπλέον, δραστηριοποιήθηκε δυναμικά στο πεδίο της πραγματοποίησης υποδομών σημασίας. Συνέβαλε στην αναβάθμιση του οδικού δικτύου, στην υλοποίηση εγγειοβελτιωτικών έργων, προκειμένου να καλυφθούν οι ανάγκες σε επίπεδο καλλιεργειών και ορθολογικής διαχείρισης των πόρων στην περιοχή. Ενδιαφέρθηκε ακόμα για τη μείωση της επαχθούς φορολογίας που έπληττε την παραγωγή της επαρχίας και ανέκοπτε την αναπτυξιακή πορεία, τη δυναμική της.

Επισημάνεται ότι ο Φίλιππος Βάρβογλης διαδραμάτισε υπολογίσιμο ρόλο στο κοινοβουλευτικό πεδίο της εποχής υπηρετώντας και σε άλλη θέση. Η βουλή αποτέλεσε βασικό θεσμό της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας και ειδικά μετά το 1862 απέκτησε ενισχυμένο ρόλο στον πολιτικό βίο του τόπου. Ο ρόλος του προεδρείου του σώματος υπήρξε σημαντικός αναφορικά με θέματα που σχετίζονταν με την οργάνωση του διαλόγου, τη διευθέτηση των προς συζήτηση θεμάτων. Στην επιλογή του επικεφαλής, του προέδρου της βουλής, συνήθως βάρυνε η πρόταση του κόμματος που διέθετε την πλειοψηφία. Το προεδρείο του κοινοβουλευτικού σώματος απαρτιζόταν από τον πρόεδρο και άλλα μέλη, τους αντιπροέδρους, τους γραμματείς. Σύμφωνα με το πλαίσιο οργάνωσης  και λειτουργίας της βουλής (όπως καθοριζόταν από το άρθρο 74 του συντάγματος του 1864), κατά την έναρξη κάθε βουλευτικής περιόδου  η  βουλή προχωρούσε στην εκλογή των προσώπων, των βουλευτών που θα συγκροτούσαν το προεδρείο της [9]. Το προεδρείο διηύθυνε τις εργασίες του σώματος και η θητεία των μελών του διαρκούσε όσο και η βουλευτική σύνοδος.

Ο Φίλιππος Βάρβογλης αναδείχθηκε επανειλημμένα γραμματέας του προεδρείου της βουλής. Επισημαίνεται ότι κατόρθωσε να εκλεγεί σε αυτή τη θέση στο πλαίσιο μιας εξαιρετικά ρευστής περιόδου εσωτερικής, εξωτερικής πολιτικής αστάθειας και διάχυτης έντασης. Ο Φίλιππος ουσιαστικά επιδόθηκε στην πολιτική από το 1872. Επισημαίνεται ότι η περίοδος βασιλείας του Γεωργίου Α΄ εγκαινιάζει μια νέα εποχή για την πραγματικότητα και την πορεία του ελληνικού κράτους. Ειδικά μετά το 1864, κατά την πρώτη περίοδο εφαρμογής του νέου συντάγματος, η εσωτερική πολιτική ζωή προσδιορίζεται κυρίως από διακριτές μεταβολές, ενδιαφέρουσες πρωτοβουλίες και ποικίλες μεταρρυθμίσεις σε επίπεδο κατανομής και διαχείρισης της εξουσίας, από νέες συσπειρώσεις, νέες παρουσίες, από τις παρεμβάσεις του μονάρχη και των ισχυρών δυνάμεων της εποχής [10]. Η προσαρμογή στις νέες συνθήκες δεν υπήρξε εύκολη. Η πολιτική ένταση, η αστάθεια που χαρακτήρισε την πορεία του ελληνικού κράτους κατά το εν λόγω χρονικό ανάπτυγμα, κορυφώθηκε από το 1871, με ζητήματα που σχετίζονταν με τη συνταγματική νομιμότητα, τη συμμετοχή, τη λειτουργία των αντιπροσωπευτικών θεσμών να κυριαρχούν, στο πλαίσιο ιδιαίτερων κοινωνικών, οικονομικών, πολιτισμικών, ιδεολογικών μετασχηματισμών.

Σε αυτό το πλαίσιο, κατά το 1872 και υπό το κυβερνητικό σχήμα με επικεφαλής τον Δημήτριο Βούλγαρη, πρόεδρος της βουλής αναδείχθηκε ο Σπυρίδων Μήλιος [11]. Αν και το εν λόγω σχήμα εδραζόταν σε ισχυρή πλειοψηφία, λόγω παρεμβάσεων του μονάρχη, παραιτήθηκε τον Ιούλιο του  ίδιου έτους. Νέες εκλογές προκηρύχθηκαν από τη νέα κυβέρνηση για το 1873. Ο Φίλιππος εκλέχθηκε για πρώτη φορά γραμματέας του προεδρείου της βουλής στις 11 Μαΐου 1873 [12], όταν επικεφαλής της κυβέρνησης τέθηκε ο Επαμεινώνδας Δεληγεώργης και πρόεδρος της βουλής ορίστηκε ο Ιωάννης Ν. Δελιγιάννης [13]. Ακολούθησε η εναλλαγή ποικίλων, βραχύβιων κυβερνητικών σχημάτων στην εξουσία. Η ανάθεση του σχηματισμού κυβέρνησης στον Χαρίλαο Τρικούπη κατά το 1875 οδήγησε στην ανανέωση του κοινοβουλευτικού σώματος. Τη δεύτερη φορά που ο Φίλιππος εκλέχθηκε γραμματέας του προεδρείου (στις 9 Οκτωβρίου 1875) [14], ως επικεφαλής του σώματος υπηρετούσε ο Αλέξανδρος Κουμουνδούρος, κοινός υποψήφιος της αντιπολίτευσης [15]. Στο διάδοχο κυβερνητικό σχήμα με τον τελευταίο πλέον στη θέση του πρωθυπουργού, ο Φίλιππος εκλέχθηκε για τρίτη φορά γραμματέας της βουλής (στις 5 Οκτωβρίου 1876) [16], υπό την προεδρία του Θρασύβουλου Ζαΐμη [17]. Η τοποθέτησή του σε αυτή τη θέση, στο πλαίσιο αλλεπάλληλων κυβερνητικών σχημάτων, καταδεικνύει τη δημοτικότητά του και την εμπιστοσύνη που είχε καλλιεργηθεί προς το πρόσωπό του, εκ μέρους του ευρύτερου πολιτικού κόσμου του τόπου. Σημειώνεται ότι και πριν τη διεξαγωγή των βουλευτικών εκλογών του 1895, ο Φίλιππος προτάθηκε από τον αρχηγό του «εθνικού κόμματος» Θεόδωρο Δηλιγιάννη ως υποψήφιος πρόεδρος της βουλής [18].

Ο Θεόδωρος Δηλιγιάννης εξέφρασε την εμπιστοσύνη του προς τον παλαιό φίλο και υποστηρικτή  του και στο πλαίσιο της μεγάλης νίκης του κατά το 1895. Πρόκειται για μια εποχή [19] κατά την οποία κορυφώνονται οι ποικίλες προσπάθειες που προσανατολίζονταν προς τη μεταβολή της εσωτερικής, θεσμικής, πολιτικής, δημοσιονομικής πραγματικότητας, στη βάση περιορισμένων υλικών δυνατοτήτων, κυριαρχίας του δικομματισμού και των συνθετών συνθηκών που άρχισαν να επικρατούν στα Βαλκάνια, στην Ευρώπη. Αξίζει να σημειωθεί ότι το «εθνικό κόμμα» του Θεόδωρου Δηλιγιάννη εξέφραζε εν πολλοίς πιο συντηρητικές, μετριοπαθείς θέσεις σχετικά με την ανασυγκρότηση του κράτους και τις επιλογές σε επίπεδο εξωτερικής πολιτικής [20]. Ο Θεόδωρος αναδείχθηκε θριαμβευτικά νικητής της μεγάλης εκλογικής αναμέτρησης σε επίπεδο βουλευτικών εκλογών, που διεξήχθη στις 16 Απριλίου 1895. Στο νέο κυβερνητικό σχήμα ο ίδιος (εκτός από την πρωθυπουργία) διατήρησε και το υπουργείο των οικονομικών. Στη θέση του υπουργού δικαιοσύνης [21] τοποθετήθηκε ο Φίλιππος Βάρβογλης, τρίτος εκπρόσωπος της οικογένειας που κατέλαβε το εν λόγω αξίωμα. Οι κάτοικοι της Τρίπολης φαίνεται ότι υποδέχθηκαν με ενθουσιασμό την είδηση. Ο τοπικός τύπος πανηγυρίζει για την ανάληψη του υπουργείου δικαιοσύνης από τον βουλευτή Μαντινείας Φίλιππο Βάρβογλη. Εκτιμάται ότι ο αρχηγός του «εθνικού κόμματος» στράφηκε προς υποστηρικτές του, που δεν ήταν απλώς ικανοί κοινοβουλευτικοί ρήτορες. Επέλεξε προσωπικότητες που παρέμεναν πιστές σε παραδοσιακές αρχές και αξίες, άνδρες αφοσιωμένους στους κατοίκους των επαρχιών που αντιπροσώπευαν. Αναφορικά με την εκλογή του Φ. Βάρβογλη σημειώνεται χαρακτηριστικά ότι ο Θ. Δηλιγιάννης «ειδικώς δε προκειμένου περί του υπουργείου της Δικαιοσύνης εξέλεξεν εκ των φίλων του εκείνον, ον φίλοι και εχθροί απ’ αυτού του βήματος του κοινοβουλίου ανακηρύττουσιν ως χαρακτήρα εντιμότατον και χρηστότατον, και του οποίου το πολιτικόν στάδιον διακρίνουσι η ακεραιότης, η ειλικρίνεια και το μειλίχιον ηνωμένου μετά του αυστηρού» [22]. Τον διορισμό του σε αυτή τη θέση χαιρετίζουν και δημοσιεύματα του αθηναϊκού τύπου. Σημειώνεται ότι ύστερα από τον παππού του (Γεώργιο) και τον πατέρα του (Παναγιώτη), υπήρξε το τρίτο μέλος της οικογένειας Βάρβογλη που υπηρέτησε σε αυτή τη σημαντική θέση. Ο επικεφαλής της κυβέρνησης ενδιαφέρθηκε να προσανατολιστεί προς μια μετριοπαθή πολιτική, τόσο σε εσωτερικό όσο και σε εξωτερικό επίπεδο, δίνοντας έμφαση σε εκκρεμή ζητήματα εθνικής σημασίας, κυρίως πολιτικού και οικονομικού χαρακτήρα. Ωστόσο, συνθήκες όπως η τεταμένη ατμόσφαιρα και η σύνθετη πραγματικότητα που επικρατούσε στο πεδίο διευθέτησης του ανατολικού ζητήματος, ουσιαστικά τον υποχρέωσαν να εμπλακεί σε πολεμικές επιχειρήσεις [23] με την οθωμανικό κράτος κατά το 1897. Η έκβαση του εν λόγω εγχειρήματος οδήγησε (ύστερα από βασιλική παρέμβαση) στην αντικατάσταση του κυβερνητικού σχήματος, κατά τον Απρίλιο του ίδιου έτους. Στις 18 Απριλίου 1897 ο Φίλιππος Βάρβογλης παραιτήθηκε από τη θέση του υπουργού δικαιοσύνης [24].

Ο Φίλιππος Π. Βάρβογλης απεβίωσε το 1907 στην Αθήνα [25], σε ηλικία εβδομήντα δύο ετών. Υπήρξε γόνος μιας από τις επιφανείς οικογένειες της Τρίπολης, ανέπτυξε δυναμική δραστηριότητα στον πολιτικό βίο της χώρας κατά τις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα. Συνέβαλε τόσο στη διευθέτηση ζητημάτων ευρύτερης σημασίας όσο και στη βελτίωση των όρων διαβίωσης στην κοινότητα της αρκαδικής πρωτεύουσας και της ευρύτερης περιοχής της, που αντιμετώπιζε ποικίλες δυσχέρειες και επί μακρόν τον όριζε εκπρόσωπό της, μέλος της εθνικής αντιπροσωπείας. Καθώς αναδείχθηκε ένας από τους πιο δημοφιλείς πολιτευτές της περιοχής του, εκλέχθηκε δώδεκα φορές βουλευτής της εκλογικής περιφέρειας της Τρίπολης, υπηρέτησε τρεις φορές ως γραμματέας του προεδρείου της βουλής και ανέλαβε καθήκοντα ως υπουργός δικαιοσύνης, παραμένοντας επί μακρόν ένας από τους έμπιστους υποστηρικτές του Θεόδωρου Δηλιγιάννη. Σε μια εποχή κρίσιμων εξελίξεων και μετασχηματισμών, έξαρσης των κομματικών παθών και διάχυτης πολιτικής έντασης, επαινέθηκε για τον μετριοπαθή και ακέραιο χαρακτήρα του.

 

Υποσημειώσεις


 

[1] Νεώτερον Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν, τόμος Ε΄, έκδοσις της εγκυκλοπαιδικής επιθεωρήσεως «ΗΛΙΟΣ», Αθήνα, χ. χ., σ. 555˙ Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος Larousse Britannica, τόμος 13ος, Αθήνα 1994, σ. 293˙ Παύλου Δρανδάκη, Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, τόμος 16ος, έκδοσις δευτέρα, χ. χ, χ. τ., σ. 685˙ Εφημερίδα «Τεγέα», φ. 5 (8 Μαρτίου 1895)

[2] Σοφία Μπελόκα, Η  πόλη της Τρίπολης 1828-1862: Διοικητική, δημογραφική, πολιτική, κοινωνική και οικονομική εξέλιξη, Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας, Πάντειο Πανεπιστήμιο Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών, Διδακτορική διατριβή, Αθήνα 2017, σ. 281-283, 294-296.

[3] Σοφία Μπελόκα, ό. π., σ. 281, υποσημείωση 6.

[4] Εφημερίδα «Τεγέα», φ. 5 (8 Μαρτίου 1895)

[5] Μητρώο Πληρεξουσίων, Γερουσιαστών και Βουλευτών 1822-1935, Βουλή των Ελλήνων, Διεύθυνση Διοικητικού, Τμήμα Μητρώου Βουλευτών, Αθήνα 1986, σ. 94-95.

[6] Εφημερίδα «Τεγέα», φ. 19 (9 Ιουνίου 1895)

[7] Ο Θεόδωρος Π. Δηλιγιάννης υπήρξε ένας από τους πρωταγωνιστές της ελληνικής πολιτικής ζωής κατά το δεύτερο ήμισυ του 19ου αιώνα. Προερχόταν από επιφανή αρκαδική οικογένεια προκρίτων, μέλη της οποίας έλαβαν ενεργά μέρος στον αγώνα της ελληνικής ανεξαρτησίας. Σπούδασε νομικά και έως το τέλος της οθωνικής εποχής υπηρέτησε σε διοικητικές θέσεις. Κατά την περίοδο βασιλείας του Γεωργίου Α΄ ανέπτυξε δυναμική δραστηριότητα στο πολιτικό πεδίο. Αναδείχθηκε επανειλημμένα βουλευτής, υπουργός, πρωθυπουργός, υπηρετώντας σε κρίσιμες περιόδους για την κατοπινή εξέλιξη του τόπου. Βλ. Αντώνης Μακρυδημήτρης, Οι υπουργοί των εξωτερικών της Ελλάδας 1829-2000, Αθήνα 2000, σ. 54-55.

[8] Εφημερίδα «Τεγέα», φ. 19 (9 Ιουνίου 1895)

[9] Εφημερίς της Κυβερνήσεως του Βασιλείου της Ελλάδος, φ, 48 (17 Νοεμβρίου 1864)

[10] Βλ. ενδεικτικά, Γεώργιος Δερτιλής, Ιστορία του ελληνικού κράτους 1830-1920, έκτη αναθεωρημένη και συμπληρωμένη έκδοση, τόμος Α΄, Αθήνα 2010, σ. 419-423˙ Γρηγόριος Δαφνής, «Η περίοδος βασιλείας του Γεωργίου», Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τόμος ΙΓ΄, Αθήνα 1977, σ. 237-252˙ Νίκη Μαρωνίτη, «Η εποχή του Γεωργίου Α΄. Πολιτική ανανέωση και αλυτρωτισμός», Ιστορία του Νέου Ελληνισμού 1770-2000, σχεδιασμός-διεύθυνση έκδοσης Βασίλης Παναγιωτόπουλος, τόμος 5ος, Τα χρόνια της σταθερότητας, 1871-1909. Η οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη του ελληνισμού, Αθήνα 2003, σ. 9-36˙ Λίνα Λούβη, «Το ελληνικό κράτος 1833-1871. Το πολιτικό πλαίσιο των πρώτων βηματισμών», Ιστορία του Νέου Ελληνισμού 1770-2000, σχεδιασμός-διεύθυνση έκδοσης Βασίλης Παναγιωτόπουλος, τόμος 4ος, Το ελληνικό κράτος 1833-1871. Η εθνική εστία και ο ελληνισμός της οθωμανικής αυτοκρατορίας, Αθήνα 2003, σ. 25-26.

[11] Πρόεδροι της Βουλής, Γερουσίας και Εθνοσυνελεύσεων 1821-2008, Ίδρυμα της Βουλής των Ελλήνων για τον κοινοβουλευτισμό και τη δημοκρατία, επιστημονική επιμέλεια Αντώνης Μακρυδημήτρης, Αθήνα 2009, σ. 191.

[12] Αλκιβιάδης Προβατάς, Πολιτική ιστορία της Ελλάδος από 1821-1980: Νομοθετικά και εκτελεστικά σώματα, Αθήνα 1980, σ. 155.

[13] Πρόεδροι της Βουλής, Γερουσίας και Εθνοσυνελεύσεων 1821-2008, ό. π., σ. 191.

[14] Αλκιβιάδης Προβατάς, ό. π., σ. 155.

[15] Πρόεδροι της Βουλής, Γερουσίας και Εθνοσυνελεύσεων 1821-2008, ό. π., σ. 191-192.

[16] Αλκιβιάδης Προβατάς, ό. π., σ. 155.

[17] Πρόεδροι της Βουλής, Γερουσίας και Εθνοσυνελεύσεων 1821-2008, ό. π., σ. 193.

[18] Εφημερίδα «Τεγέα», φ. 19 (9 Ιουνίου 1895)

[19] Βλ. ενδεικτικά Κωνσταντίνος Τσουκαλάς, «Πολιτική των κυβερνήσεων και προβλήματα από το 1881 ως το 1895», Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τόμος ΙΔ΄, Νεώτερος ελληνισμός από το 1881 έως το 1913, Αθήνα 1977, σ. 39-56.

[20] Βλ. Νίκη Μαρωνίτη, ό. π., σ. 21-24.

[21] Τρύφωνος Ευαγγελίδου, Τα μετά τον Όθωνα ήτοι ιστορία της μεσοβασιλείας και της βασιλείας Γεωργίου του Α΄(1862-1898), Αθήνα 1898, σ. 98-99˙ Αλκιβιάδης Προβατάς, ό. π., σ. 359-360.

[22]  Εφημερίδα «Τεγέα», φ. 19 (9 Ιουνίου 1895).

[23] Βλ. εκτενέστερα Νίκη Μαρωνίτη, ό. π., σ. 26-32.

[24] Αλκιβιάδης Προβατάς, ό. π., σ. 361.

[25] Μητρώο Πληρεξουσίων, Γερουσιαστών και Βουλευτών 1822-1935, ό. π., σ. 96.

 

Σοφία Μπελόκα

Δρ. Ιστορίας

 

Δυνατότητα ανάγνωσης του κειμένου σε μορφή pdf, στον σύνδεσμο: Ο «χρηστός πολιτευτής» Φίλιππος Π. Βάρβογλης

Σπετσιώτης Γιάννης

$
0
0

Σπετσιώτης Γιάννης


 

Γιάννης Σπετσιώτης

Ο Γιάννης Σπετσιώτης γεννήθηκε στην Ερμιόνη Αργολίδας το 1945 και αποφοίτησε από το Α΄ Πρότυπο Γυμνάσιο Αρρένων Αθηνών. Πτυχιούχος της Μαρασλείου Παιδαγωγικής Ακαδημίας, μετεκπαιδεύτηκε στην Ειδική Αγωγή στο Μαράσλειο Διδασκαλείο Δημοτικής Εκπαίδευσης (Μ.Δ.Δ.Ε.) και παρακολούθησε επιμορφωτικά προγράμματα, στην Ελλάδα και το εξωτερικό, στον τομέα της Ειδικής Αγωγής και Εκπαίδευσης. Πτυχιούχος του Παντείου Πανεπιστημίου (Τμήμα Πολιτικών Επιστημών) με Μεταπτυχιακό στο Διοικητικό Δίκαιο, του Πανεπιστημίου Αθηνών (Τμήμα Θεολογίας) με σπουδές στη Μουσικοπαιδαγωγική, τη Βυζαντινή και την Ευρωπαϊκή Μουσική. Επίκεντρο των ενδιαφερόντων του η Ένταξη και Συνεκπαίδευση Ατόμων με Αναπηρίες και Ειδικές Εκπαιδευτικές Ανάγκες, η Παιδαγωγική και Διδακτική Προσέγγιση Παιδιών και Εφήβων με Κινητικές Αναπηρίες και Νοητική Ανεπάρκεια, οι Μαθησιακές Δυσκολίες και τα θέματα Μουσικοπαιδαγωγικής και Μουσικοθεραπείας.

Διορίστηκε στη Δημόσια Εκπαίδευση και υπηρέτησε, επί 11 χρόνια, ως Ειδικός Παιδαγωγός και Διευθυντής σε Ειδικά Δημοτικά Σχολεία. Δίδαξε στο Μαράσλειο Διδασκαλείο του Παιδαγωγικού Τμήματος Δημοτικής Εκπαίδευσης του Πανεπιστημίου Αθηνών, στα Περιφερειακά Επιμορφωτικά Κέντρα (Π.Ε.Κ.) και συμμετείχε ως Υπεύθυνος Προγραμμάτων, Εισηγητής και Αξιολογητής σε προγράμματα ΕΠΕΑΕΚ του Πανεπιστημίου Αθηνών, για την επιμόρφωση και κατάρτιση των εκπαιδευτικών Α/θμιας και Β/θμιας εκπαίδευσης.

Εισηγητής σε πολλά σεμινάρια που οργάνωσαν το Υπουργείο Παιδείας, τα Πανεπιστήμια Αθηνών και Θεσσαλονίκης, το Παιδαγωγικό Ινστιτούτο, η Διδασκαλική Ομοσπονδία (Δ.Ο.Ε.), η Ομοσπονδία καθηγητών (Ο.Λ.Μ.Ε.) και άλλοι φορείς στην Ελλάδα και το εξωτερικό, καθώς και μέλος Οργανωτικών, Επιστημονικών και Καλλιτεχνικών Επιτροπών.

Κατά το χρονικό διάστημα 1992 – 2006 υπηρέτησε ως Σχολικός Σύμβουλος Ειδικής Αγωγής στην Αθήνα. Συμμετείχε στο Εθνικό Συμβούλιο Παιδείας από το 2004 – 2006, ενώ από το 2005 – 2007 διετέλεσε Ειδικός Σύμβουλος του ΥΠ.Ε.Π.Θ. σε θέματα Ειδικής Αγωγής και Εκπαίδευσης. Από το 2005 – 2008 ήταν Επιστημονικός Σύμβουλος του Κολλεγίου Αθηνών σε Προγράμματα Μαθησιακών Δυσκολιών. Υπήρξε Πρόεδρος του Π.Υ.Σ.Ε.Ε.Π. Αττικής, Μέλος του Συντονιστικού Συμβουλίου του Α΄ και Β’ Π.Ε.Κ. Αθήνας και της τριμελούς Επιτροπής Ειδικών Επιστημόνων του Ο.Ε.Ε.Κ. Μέχρι και σήμερα είναι Μέλος του Φιλολογικού Συλλόγου «Παρνασσός» και Κοσμήτορας της Σχολής του Συλλόγου. Έχει δημοσιεύσει τρία λογοτεχνικά έργα, το διήγημα «Πορφύρες από την Ερμιόνη» στη σειρά «Μύθοι και αλήθειες» με την εκπαιδευτικό Τζένη Ντεστάκου και τα Θρησκευτικά – Λαογραφικά βιβλία «Ω γλυκύ μου Έαρ!» και «Των Αγίων Αναργύρων». Αναλυτική μελέτη του για τα Δημοτικά Τραγούδια είναι δημοσιευμένη στο περιοδικό «Παράθυρο στην Εκπαίδευση», στο οποίο αρθρογραφούσε για δέκα και πλέον έτη.

Είναι μέλος της Συντακτικής Ομάδας του Ιστορικού – Λαογραφικού – Λογοτεχνικού περιοδικού «Στην Ερμιόνη άλλοτε και τώρα», όπου και αρθρογραφεί. Άρθρα του με ανάλογο περιεχόμενο δημοσιεύονται και στους τοπικούς ισότοπους. Στο συγγραφικό έργο του Γιάννη Σπετσιώτη συμπεριλαμβάνονται βιβλία, άρθρα, μελέτες και έρευνες που αφορούν την Εκπαίδευση των Παιδιών με Αναπηρίες και Ειδικές Εκπαιδευτικές Ανάγκες, τη Μουσική Αγωγή και τη Μουσικοθεραπεία, τη Βυζαντινή Μουσική, την Ανάπτυξη της Δημιουργικής Έκφρασης, των Δεξιοτήτων και της Φαντασίας, καθώς και την Ιστορία της Εκπαίδευσης της Ερμιόνης.

 

Ενδεικτική Εργογραφία

 

  • «Η μουσική στο σχολείο», Αθήνα 1974.
  • «Ομιλίες για παιδιά σε σχολικές γιορτές», Αθήνα 1980.
  • «Εκκλησία και άτομα με ειδικές ανάγκες», Αθήνα 1993.
  • «Εισαγωγή στη διδακτική των σχολικών μονάδων ειδικής αγωγής», Αθήνα 1994.
  • «Άτομα με αισθητηριακές μειονεξίες», Αθήνα 1994.
  • «Η ένταξη μικρών παιδιών στα νηπιαγωγεία και τις πρώτες τάξεις των δημοτικών σχολείων», Βέλγιο 1996.
  • «Ο ρόλος του συμβουλευτή δασκάλου», Αθήνα 1999.
  • «Πρώιμη παιδαγωγική – Εκπαιδευτική παρέμβαση», Αθήνα 2000.
  • «Παιδαγωγική και διδακτική των παιδιών με κινητικά προβλήματα», Αθήνα 2003.
  • «Το εργαστήρι της μουσικής», Αθήνα 2000.
  • «Προγράμματα μουσικής για παιδιά με και χωρίς ειδικές ανάγκες», Θεσσαλονίκη 2001.
  • «Η αόρατη ορχήστρα συνοδεύει τα τραγούδια μας», Αθήνα 2003.
  • «Το παιχνίδι», Αθήνα 2007.
  • «Μεθοδική Διδασκαλία της Βυζαντινής Εκκλησιαστικής Μουσικής», Τόμοι Α’ & Β’, Αθήνα 2003 & 2007.
  • «Το Τερερέμ στην Ορθόδοξη Λατρεία», Αθήνα 2008.
  • «Η Ψαλτική Τέχνη στην Ερμιόνη – Ιστορία και Παράδοση τριών αιώνων (19ος – 20ος – 21ος)», Αθήνα 2013.

 

Πηγή


Ελληνικό Ίδρυμα Πολιτισμού – Βιβλιονετ.

 

Διαβάστε ακόμη για τον Γιάννη Σπετσιώτη την εργασία της φοιτήτριας Κατερίνας Χάσκα που πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο της έρευνας του Προγράμματος Μεταπτυχιακών Σπουδών του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου για τους συγγραφείς της Αργολίδας: Γιάννης Σπετσιώτης  

Viewing all 180 articles
Browse latest View live